- Συζήτηση
ΕΡΧΑΡΤ ΕΡΤΕΛ - «Αν ο Μπρεχτ γνώριζε τα ρεμπέτικα...»
Για την τέχνη και τη δυναμική του ρεμπέτικου τραγουδιού μιλάει ο Γερμανός καθηγητής Φιλοσοφίας Έρχαρτ Έρτελ, λάτρης των αφανών του μπουζουκιού, που ετοιμάζει ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα
«Εκείνο που ξεχωρίζω στα ρεμπέτικα τραγούδια είναι ότι κρύβουν μια αντίσταση, μια μορφή πάλης από κάποιες κοινωνικές ομάδες, περιθωριοποιημένες, αδικημένες, ξεχασμένες από τις εξουσίες», επισημαίνει ο Γερμανός καθηγητής Φιλοσοφίας Έρχαρτ Έρτελ
<center>
<img border="0" src="/photos/articles/94_1.gif"></p>
</center>
«Αυτό που έψαχνε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στο προκλασικό θέατρο (τη σύνδεση μουσικής και θεάτρου) θα μπορούσε να το βρει στα ρεμπέτικα», λέει ο Έρχαρτ Έρτελ, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, με ειδίκευση στη θεατρολογία.Ο Γερμανός καθηγητής (που βρίσκεται αυτές τις ημέρες στην Αθήνα) είναι λάτρης των ρεμπέτικων τραγουδιών και ασχολείται συστηματικά με την έρευνα και τη μελέτη γύρω από τους ανθρώπους του ρεμπέτικου. Στόχος του είναι να κάνει στο μέλλον ντοκιμαντέρ με όσους ρεμπέτες επιζούν στην Ελλάδα.
Η αγάπη και η αφοσίωση του Έρχαρτ Έρτελ για το ρεμπέτικο τραγούδι και τους ανθρώπους του άρχισε πριν από 15 χρόνια, όταν (καλοκαίρι του 1987) έφθασε στα χέρια του ένα φυλλάδιο από μια έκθεση του ελληνογερμανικού συνδέσμου στο Δυτικό (τότε) Βερολίνο. Σε μια σελίδα του φυλλαδίου υπήρχαν λίγες γραμμές για το ρεμπέτικο στην Ελλάδα. «Από διαίσθηση», λέει στα «ΝΕΑ» ο Γερμανός καθηγητής «κατάλαβα ότι δεν πρόκειται για φολκλόρ, αλλά για κάτι πολύ σοβαρό. Παρά το γεγονός ότι αυτά τα λίγα λόγια μιλούσαν για μουσική, ξεχώρισα ότι οι άνθρωποι που είχαν γράψει ρεμπέτικα είχαν το στοιχείο κάποιας κοινωνικής αντίστασης. Έτσι, άρχισα ν' ασχολούμαι πολύ σοβαρά και προγραμμάτισα ένα τουριστικό ταξίδι στην Ελλάδα».
Ο Έρχαρτ Έρτελ ήρθε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1993. Επισκέφθηκε και την Πελοπόννησο. Όταν επέστρεψε από τις διακοπές του, πήγε στο Μοναστηράκι και αγόρασε μια σειρά δίσκων με την Ιστορία του Ρεμπέτικου. Αυτό ήταν. Είχε κάνει τη μεγάλη αρχή, για ένα θέμα που τον ενδιέφερε απόλυτα από θεατρολογικής πλευράς, όπως τονίζει:
«Στο Βερολίνο άκουσα πάρα πολλές φορές τα ρεμπέτικα από τους δίσκους που αγόρασα στην Αθήνα. Μου προκαλούσαν μεγάλη συγκίνηση, οι φωνές, τα όργανα και γενικά αυτή η θεία, η μαγευτική μουσική, αφού τα λόγια δεν τα γνώριζα εκείνη τη στιγμή. Οι μελωδίες μού φάνηκαν πολύ σύνθετες. Τα περισσότερα τραγούδια δεν ήταν χαρούμενα. Είχαν μια θλίψη και ήταν σαφές ότι αναφέρονταν σε μνήμες και αναμνήσεις κι έδειχναν τον τρόπο ζωής αυτών των ανθρώπων που εκφράζονταν μέσα από αυτά τα τόσο δυνατά τραγούδια».
Τα πρώτα ακούσματα με ρεμπέτικα οδήγησαν τον Έρτελ σε ακόμη πιο συστηματική έρευνα του θέματος και στο Βερολίνο, ψάχνοντας, βρήκε και αγόρασε ένα διπλό CD με 40 ακόμη παλιά ρεμπέτικα. «Από τότε, το 1994, ψάχνω συνεχώς να βρω καινούργια στοιχεία και ντοκουμέντα», λέει.
Και όταν πήγε ένα ταξίδι στη Βιέννη, το 1995, άκουσε ρεμπέτικα σ' ένα ελληνικό ρεστοράν. Μίλησε με τους σερβιτόρους, οι οποίοι του έδωσαν πληροφορίες πού θα βρει το CD με τα τραγούδια που άκουσε εκεί. Τα αγόρασε και συνέχισε τις μελέτες. Επίσης - όπως μας λέει ο Γερμανός καθηγητής - σε άλλα δύο ταξίδια του στη Σμύρνη και στο Κουσάντασι, βρήκε και αγόρασε (μεταφρασμένα στα γερμανικά και τα αγγλικά) άλλα τρία CD με ανθολογία από ελληνικά ρεμπέτικα. Λέει χαρακτηριστικά: «Με τον τρόπο αυτό συνέχισα να μελετώ και να πλουτίζω τις γνώσεις μου για το ρεμπέτικο. Έτσι, έμαθα πολλά πράγματα για τον Βαμβακάρη, τον Μπάτη, τον Στράτο, τον Τσιτσάνη, την Εσκενάζυ, τον Αμπαντζή, τους Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μπαγιαντέρα, Μητσάκη, Καλδάρα και τόσους άλλους».
«Ωστόσο, δεν μπορώ», λέει ο Έρχαρτ Έρτελ «να κρύψω την αγάπη, τη συμπάθεια και τον θαυμασμό μου και για τους ρεμπέτες που έχουν μείνει ανώνυμοι. Αυτό το συμπεραίνω από τα πολλά κείμενα που έχω διαβάσει έως τώρα». Στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο Έρτελ, όταν μιλάει για την αξία και τη σημασία του ρεμπέτικου, βρίσκει μεγάλη απήχηση από τους φοιτητές, όχι όμως και από τους ακαδημαϊκούς και μουσικολόγους, για τους οποίους αναφέρει ότι ασχολούνται μόνο με παρτιτούρες και κλασική μουσική. Αυτοί μόνο ακούν μουσική, δεν βλέπουν. Όταν πάνε σε μια συναυλία κλείνουν τα μάτια και ακούν.
«Θεωρώ αδιανόητο ν' ακούς ρεμπέτικα και να μη βλέπεις τις κινήσεις των καλλιτεχνών, αλλά και του κόσμου που συμμετέχει. Θα σας πω ένα παράδειγμα: Είδα σε κάποιο μαγαζί στην Αθήνα μια παράσταση με ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια. Στο συγκρότημα, που έπαιζαν και τραγουδούσαν, ήταν και μια τραγουδίστρια, χωρίς μικρόφωνο κάποιες στιγμές. Όμως συμμετείχε, αν και δεν τραγουδούσε. Συγχρονιζόταν με τα άλλα μέλη του συγκροτήματος και λειτουργούσαν όλοι μαζί. Αυτός ο τρόπος με εντυπωσίασε. Τα τραγούδια, οι καλλιτέχνες, οι κινήσεις τους και όλος ο τρόπος που είχε στηθεί αυτό το σκηνικό ήταν πολύ φυσικός, είχε μια θεατρικότητα».
«Αντιστέκεται στην παγκοσμιοποίηση»
«Το ρεμπέτικο τραγούδι», τονίζει ο Γερμανός καθηγητής Έρχαρτ Έρτελ «κατά την προσωπική μου άποψη είναι πολύ χρήσιμο στην πολιτική σήμερα. Ζούμε σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν επηρεάζουν πλέον τις εξελίξεις, δεν μετέχουν στις κοινωνικές διαδικασίες. Η αλλοτρίωση είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Στη Γερμανία η αλλοτρίωση έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, στην πολιτική και τον πολιτισμό. Κανείς δεν αντιστέκεται στην παγκοσμιοποίηση. Τουλάχιστον στην Ελλάδα, το ρεμπέτικο και η μουσική του αντιστέκονται στην παγκοσμιοποίηση. Τουλάχιστον οι νέοι που ασχολούνται με τη μουσική αυτή θυμούνται κάτι από την ιστορία τους, ενώ στη Γερμανία οι νέοι σήμερα δεν ασχολούνται καθόλου με την ιστορία τους».ΤΑ ΝΕΑ , 22-10-2002 , Σελ.: P25
Κωδικός άρθρου: A17471P251Συγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.