- Συζήτηση
Οι νότες του Βασίλη Τσιτσάνη κόντρα στη σκληρή λογοκρισία
Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε πει για αυτόν ότι «(...) είναι η μόνη απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό», ο Μάνος Χατζιδάκις ότι «( ) ξάπλωσε απ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα έναν ευαίσθητο ερωτισμό», ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης «θα ήθελα να λογίζομαι σαν απλός μαθητής του». Μιλάμε φυσικά για τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον σημαντικότερο μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη συνθέτη του λαϊκού μας τραγουδιού. Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 22 ολόκληρα χρόνια από τον θάνατό του. Εφυγε ανήμερα των γενεθλίων του...
Μια λιγότερη φωτισμένη πτυχή της πορείας του μεγάλου μας συνθέτη είναι η πολιτική του πλευρά. Μπορεί βέβαια να μην εντάχθηκε ποτέ σε μια παράταξη, αλλά, εκτός του ότι ένα τόσο σημαντικό έργο δεν μπορεί παρά να είναι και πολιτικό, πολλές φορές με τα τραγούδια του συμμετείχε ενεργά σε όλη την ταραγμένη εποχή που έζησε. Είναι η περίοδος που στην Αριστερά υπάρχει η συζήτηση σχετικά με την καλλιτεχνική αξία και την «ηθική» του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Ο Τσιτσάνης με τη μουσική του όχι μόνο διαλύει και την τελευταία αμφισβήτηση της λαϊκότητας του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά γίνεται ταυτόσημο του αγώνα και της λαϊκής παράδοσης για την Αριστερά.
Τα χρόνια της κατοχής
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 και έπαιξε τις πρώτες του νότες με τη μαντόλα του πατέρα του, η οποία ήταν η μοναδική κληρονομιά που του άφησε μόλις πέθανε. Η δεκαετία του 1940 με την κατοχή και τον εμφύλιο ήταν η πιο δύσκολη, αλλά και η πιο δημιουργική περίοδος για τον νεαρό συνθέτη, που εκείνη την εποχή έγραψε πολλά από τα σημαντικότερα «πολιτικά» του τραγούδια.
Πάνω από το 30% των στίχων εκείνης της περιόδου ασχολούνται με πολιτικά και κοινωνικά θέματα και θίγουν τα προβλήματα των εργατών, καθώς και τη φτώχεια και την κοινωνική αδικία. Βέβαια αυτό γίνεται τις περισσότερες φορές συγκεκαλυμμένα, μια και η σκληρή λογοκρισία της εποχής δεν αφήνει περιθώρια ελεύθερης έκφρασης.
Στη διάρκεια της κατοχής δεν φαίνεται να έχει καμία πολιτική δραστηριότητα πέραν των τραγουδιών του. Εκτός από τις συνθέσεις του που μιλάνε έμμεσα για εκείνες τις ημέρες, άρα μπορούν και κυκλοφορούν ελεύθερα, υπάρχουν και κάποια «κρυφά», τα οποία τραγουδιούνται μόνο μεταξύ φίλων και που δεν γραμμοφωνούνται ποτέ, με αποτέλεσμα να ξεχαστεί στην πορεία η μουσική τους. Μεταξύ αυτών είναι και ένα τραγούδι για το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, το οποίο τραγούδαγε ο Τσιτσάνης στο μαγαζί που είχε στη Θεσσαλονίκη το 1946.
Παρ όλα αυτά ο ίδιος σε συνομιλία του με τον Κώστα Χατζηδουλή αρνείται οποιαδήποτε κομματική ένταξη λέγοντας ότι οι δημιουργίες του ήταν περισσότερο συνθέσεις συμπαράστασης στο αντιστασιακό κίνημα, αλλά όχι ένταξης σε αυτό:
«Ακουσέ με: Μήπως δεν έγραψα στο τραγούδι μου, στο χασάπικο της κατοχής, για το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ και όλα αυτά; Τα είπαμε πριν χρόνια και τα δημοσίευσες. Και επειδή λοιπόν έγραψα αυτό το τραγούδι σημαίνει ότι ήμουν στο ΕΑΜ ή σε οποιοδήποτε κόμμα; Αυτά είναι φοβερά πράγματα! Εγώ έπρεπε να συμπαρασταθώ στους αντάρτες που πολεμούσαν στα βουνά τους κατακτητές, και αυτό έκανα. Δεν είχα άλλο σκοπό. Γνώριζα πάρα πολλούς οργανωμένους αριστερούς, αλλά και ΕΔΕΣίτες τότε στη Θεσσαλονίκη. Ε, και έρχονταν οι αριστεροί και έλεγαν γράψε κάτι και για μας Τσιτσάνη κι όλα αυτά. Κι έγραψα δύο όπως έχω ξαναπεί, την τελευταία χρονιά, δηλαδή τo 44, πριν φύγουν οι γερμανοί, τα οποία τραγουδούσαμε σε στενό κύκλο».
Ο μεγάλος δάσκαλος μπορεί να αρνείται την πολιτική ένταξη, αλλά δεν αρνείται να πάρει θέση για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου: «Πρώτον, και να ήμουνα, δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπομαι, διότι δεν είναι ρετσινιά. Ε; Τιμή είναι. Διότι οι ΕΑΜίτες δεν υπήρξαν προδότες, δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Συνεννοηθήκαμε;».
Της ίδιας εποχής είναι και το τραγούδι «Αιώνες περάσαν»: «Κρυμμένο στην καρδιά μου 35 χρόνια, το παίζαμε στη Θεσσαλονίκη (στο ουζερί Τσιάνη) με δέκα μαντολίνα. Είναι χορωδιακό τραγούδι και το τραγουδούσαμε κρυφά στα σπίτια τα απογεύματα κάτω από την ελπίδα της λευτεριάς».
Σε άλλη συνέντευξή του δηλώνει: «Ομως, το δεύτερο, το επαναστατικό εμβατήριο Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια, που είναι μαρς και χορωδιακό, το έγραψα για την Ελλάδα και τον λαό της και όχι για οργανώσεις. Οπως και το Μπλόκο που γραμμοφώνησα τελευταία».Το τραγούδι αυτό ακούγεται για πρώτη φορά στο CD «Γεια σου ζωή μου όμορφη», που κυκλοφόρησε το 2004, με ανέκδοτα τραγούδια που έχει επιλέξει η σύζυγός του Ζωή και ο (Ρακοσυλλέκτης) Κώστας Χατζηδουλής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γνωστό σε όλους μας τραγούδι «Τρελέ τσιγγάνε», που όλοι το γνωρίζουμε σαν ένα εξαιρετικό ερωτικό τραγούδι. Στην πραγματικότητα ο «τρελός τσιγγάνος» της στιχουργού Ιωάννας Γεωργακοπούλου ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αντάρτης του ΕΛΑΣ που εκτελέστηκε από τους γερμανούς. Το τραγούδι αυτό στη συνέχεια θα γίνει αντικείμενο διαμάχης μεταξύ της Γεωργακοπούλου και του Τσιτσάνη, ενώ στη μελωδία του θα βασιστεί και το «Αγάπη που γινες δίκοπο μαχαίρι».
Τα χρόνια του εμφυλίου
Η πληγή του εμφυλίου πολέμου δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο και πολλές από τις συνθέσεις του, παρά τον φόβο της λογοκρισίας, περνούν το μήνυμά τους και γίνονται ύμνος στα χείλια όλων των αντιμαχομένων. Το «Κάνε λιγάκι υπομονή», το «Η κοινωνία βαριά στενάζει», η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα εκείνης της εποχής.
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης έλεγε για το «Κάποια μάνα αναστενάζει» ότι: « Η σειρά, η ουρά των μανάδων από την οδό Λυκούργου, όπου ήταν το πρατήριο της Κολούμπια, έφτανε μέχρι την Ομόνοια. Ουδείς δίσκος, ούτε από συλλέκτες, ευρέθη σε καλή κατάσταση από τους 35.000-40.000 που έχουν πουληθεί. Όλοι είναι καταφαγωμένοι. Γι αυτό ειδικά το τραγούδι πρέπει να πω ότι από μουσικής πλευράς το θεωρώ από τις κορυφαίες μουσικές μου συνθέσεις». Κάποιες φορές μάλιστα οι αριστεροί αλλάζουν τη στροφή που λέει «(...) ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη ξενιτιά» και την κάνουν «(...) ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη Ικαριά».
Στη συνέχεια θα μιλούσε με πόνο για τα χρόνια εκείνα: «Το Για μια κόρη ξελογιάστρα είναι κι αυτό της εποχής εκείνης της πιο φριχτής της ιστορίας μας και εύχομαι να μην γνωρίσουν τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, τα δισέγγονά μας, τα τρισέγγονά μας αυτή τη φρίκη του αδελφοκτόνου πολέμου».
Παρά τις προκλήσεις των καιρών, ο Τσιτσάνης αποφασίζει να υπερασπιστεί τις αρχές του μόνο μέσα από τη μουσική του. «Χίλιες φορές θα επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια; Κουράστηκα πια! Φυσικά δεν μπορούσα να γράψω τραγούδι και για τον Ζέρβα. Επανέρχομαι, λοιπόν, και σου λέω ότι εγώ άκουσα τις συμβουλές του Σεργιάνη και του Μουσχουντή και έμεινα έξω από τις οργανώσεις. Γράφ το με κεφαλαία. Ο Τσιτσάνης δεν οργανώθηκε ποτέ και πουθενά!».
Η σχέση του με τον Μουσχουντή
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σχέση του Τσιτσάνη με τον αμφιλεγόμενο αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 40, Νίκο Μουσχουντή. Για κάποιους ο Μουσχουντής είναι γνωστός σαν άνθρωπος της πιάτσας που αγαπούσε το ρεμπέτικο τραγούδι και τους ανθρώπους του, οι περισσότεροι όμως τον γνωρίζουν σαν μέλος της σκευωρίας του παρακράτους που δημιούργησε εκείνο τον καιρό στη Θεσσαλονίκη την «Υπόθεση Πολκ», ενώ για τον Γρηγόρη Στακτόπουλο ήταν ο προσωποποιημένος εφιάλτης μέχρι το τέλος της ζωής του.
Σε κάθε περίπτωση ο τότε αστυνομικός διευθυντής λάτρευε τον Τσιτσάνη και η σχέση τους επισφραγίστηκε όταν το 1942 έγινε κουμπάρος στον γάμο του με τη Ζωή Σαμαρά. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Τσιτσάνης μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον Μουσχουντή χαρακτηρίζοντάς τον «(...) άγιο αστυνομικό διευθυντή, που ακόμα και οι κλέφτες και οι διαρρήκτες κλάψανε στην κηδεία του».
Η σχέση του με τον Παπανδρέου
Η γνωριμία τους ξεκίνησε από τη δεκαετία του 30 και συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του Τσιτσάνη. Ο ένας έτρεφε τεράστια εκτίμηση για τον άλλον και, όποτε συναντιόντουσαν σε κάποια κοινωνική εκδήλωση ή σε κάποιο μαγαζί όπου έπαιζε ο Τσιτσάνης, στο τέλος αποτραβιόντουσαν σε μια γωνία και μιλούσαν για τα αγαπημένα τους θέματα: μουσική και γυναίκες. Όταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ρώτησε τον Τσιτσάνη πώς καταφέρνει και συνδυάζει την κουμπαριά με τον Μουσχουντή και τη φιλία με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αυτός του απάντησε:
«Παράξενο σου φαίνεται; Ο ένας ήτανε ο καλύτερος αστυνομικός κι ο άλλος ο μεγαλύτερος πολιτικός. Μακάρι να ήταν κουμπάρος μου κι ο Ανδρέας!..». Η τελευταία τους συνάντηση έγινε τρεις μήνες πριν από τον θάνατο του συνθέτη, όταν ο Ανδρέας τον είχε καλέσει να τραγουδήσει στη γιορτή του.
ΥΓ.: Πολλά στοιχεία αντλήθηκαν από κατά καιρούς συνεντεύξεις του μεγάλου συνθέτη στον Κώστα Χατζηδουλή, καθώς και από το τεύχος - αφιέρωμα του περιοδικού «Λαϊκό Τραγούδι» στον Βασίλη Τσιτσάνη.
ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΑΜ / ΕΛΑΣ
Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά παιδιά
το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς
ΑΙΩΝΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ
Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια
φτάνει, σταθείτε, δειλοί
ο λαός να χαρεί την αυγούλα τη χρυσή
π' ανατέλλει σ' όλους λεύτερη ζωή.
Σκλάβοι, δεσμώτες, αδέλφια,
σκελετωμένα κορμιά
ζωή καινούργια, τραγούδια, χαρά,
δώσατε σεις λευτεριά.
Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της Σαπίλας
στραγγαλιστές του λαού
καταφρόνια και σκλαβιά, μαστιγώματα,
/κελιά
ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά...
ΚΑΠΟΙΑ ΜΑΝΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΕΙ
Κάποια μάνα αναστενάζει
Μέρα νύχτα ανησυχεί.
Το παιδί της περιμένει
Που έχει χρόνια να το δει
Πάνω στην απελπισιά της
Κάποιος την πληροφορεί
Ότι ζει το παλικάρι
Κι οπωσδήποτε θα ρθεί.
Με υπομονή προσμένει
Και λαχτάρα στην καρδιά
Ο λεβέντης να γυρίσει
Απ τη μαύρη ξενιτιά.
ΤΡΕΛΕ ΤΣΙΓΓΑΝΕ
Τρελέ τσιγγάνε, για πού τραβάς,
Μέσα στη νύχτα μόνος πού πας;
Ο χωρισμός σου είναι καημός
Μες στην καρδιά μου παντοτινός
Μη φεύγεις μόνος και βιαστικός
Σαν να σουν ξένος περαστικός.
Σκλάβα σου μ έχεις παντοτινά
Πάρε και μένα στα μακρινά.
Τρελέ τσιγγάνε, τι με κοιτάς;
Έρημη μόνη με παρατάς.
Πάμε, τσιγγάνε, πριν την αυγή
Θα ρθω μαζί σου και όπου βγει
ΚΑΝΕ ΥΠΟΜΟΝΗ
Μην απελπίζεσαι και δεν θ αργήσει,
Κοντά σου θα ρθει μια χαραυγή,
Καινούργια αγάπη να σου χαρίσει
Κάνε λιγάκι υπομονή.
Δίωξε τα σύννεφα απ την καρδιά σου
Και μες στο κλάμα μην ξαγρυπνάς.
Τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου
Θα ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς.
Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει
Κι ο έρωτάς σας θα αναστηθεί.
Καινούργια αγάπη θα σου ζητήσει
Κάνε λιγάκι υπομονή.
ΤΗΣ ΓΕΡΑΚΙΝΑΣ ΓΙΟΣ
Ούτε στρώμα να πλαγιάσω,
Ούτε φως για να διαβάσω
Το γλυκό σου γράμμα, ωχ μανούλα μου.
Καλοκαίρι κι είναι κρύο,
Ένα μέτρο επί δύο
Είναι το κελί μου, ωχ μανούλα μου.
Μα εγώ δε ζω γονατιστός,
Είμαι της Γερακίνας γιος.
Τι κι αν μ ανοίγουνε πληγές,
Εγώ αντέχω τις φωτιές.
Μάνα μη λυπάσαι,
Μάνα, μην με κλαις.
Ενα ρούχο ματωμένο
Στρώνω για να ξαποσταίνω
Στο υγρό τσιμέντο, ωχ μανούλα μου.
Στο κελί το διπλανό μου
Φέραν κάποιον αδελφό μου,
Πόσα θα τραβήξει, ωχ μανούλα μου.
Αναφέρεται σε:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.