- Συζήτηση
Μια σύμπτωση, Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου - Βασίλης Τσιτσάνης
Του φίλου Γιώργου Φ. Αποστολίδη
Τον Απρίλη του 1935, η ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου (το μεγάλο τραύμα της ζωής του ποιητή και συζύγου της Γιώργου Βαφοπούλου) ενταφιάζεται στην Ευαγγελίστρια της Θεσσαλονίκης, "λευκοτέρα χιόνος".
Μόλις άνοιγε τα ποιητικά φτερά της, ομόκεντρη της Πολυδούρη, παρορμητική και γνήσια στα αισθήματά της, "ήθελα νάμουνα πουλί / με στοματάκι φραουλί", πέθανε στα 27 της χρόνια εξαιτίας ακριβώς ενός θέματος του πνευματικού μεσοπολέμου, των αδιεξόδων της φθίσης.
Πρόλαβε ωστόσο στα 1931 να εκδώσει τη μοναδική συλλογή της, με τίτλο "Νύχτες Αγρύπνιας".
Πενήντα τόσα ποιήματα, ανισομερή αλλά υποψιασμένα και ήδη με προχωρημένες προσωπικές γραφές -μια ελάχιστη θέση, στην ανθολογία της Νεοελληνικής Ποίησης, της Ανθούλας Σταθοπούλου - Βαφοπούλου υπάρχει.
Έναν χρόνο μετά τον θάνατό της, με εισήγηση του δημάρχου της πόλεως Ν. Μάνου και με κύριο πρόλογο του ακαδημαϊκού (τότε) Γρηγορίου Ξενοπούλου, εκδίδεται ο τόμος "Έργα" -ποιήματα, διηγήματα, δράματα- της ποιήτριας.
Όπου, μέσα στον τόμο, σελίδες 106-107 / νέα ποιήματα (προφανώς αδημοσίευτα), υπάρχει και το ποίημα "Μπορεί" - όχι από τα σπουδαιότερά της, ένα ποίημα ατμόσφαιρας και ερωτικής απόγνωσης. Πέντε τετράστιχα όλα κι όλα, μα στο τέταρτο τετράστιχο η Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου γράφει:Μπορεί να με πλανέψουν κι άλλες
ακρογιαλιές και δειλινά,
κι αγάπες, ναύρω πιο μεγάλες,
σκλάβα σ' αυτές παντοτεινά (1933)Η σύμπτωση είναι ακριβέστατη. Δεκαπέντε οι λέξεις του τετραστίχου και οι περισσότερες συμπίπτουν με τις λέξεις κάποιου εμβόλιμου διστίχου (στο ρεφρέν του τραγουδιού) του λαϊκού τροβαδούρου Βασίλη Τσιτσάνη -και στο ίδιο μήκος κύματος της ατμόσφαιρας του "άλλου" τετραστίχου. (Τίποτε θεμιτότερο κατά τον Πάουντ και τον Μπαρτ).
Μπορεί να τόχουν πλανέψει ακρογιαλιές δειλινά
και σκλαβωμένη κρατάνε για πάντα τη δόλια καρδιά.
(Σ. Αλεξίου, σελ. 57, |Ο ξακουστός Τσιτσάνης|, εκδ. Κοχλίας.
Μπορεί να τόχουν πλανέψει ακρογιαλιές - διλεινά, 1948,
DG 6717, τραγούδι Στέλλα Χασκίλ - Βασίλης Τσιτσάνης).
Τι συνέβη;
Είναι γνωστή η επιμονή του Βασίλη Τσιτσάνη ν' αναζητά με πάθος τις ποιότητες των στίχων στα τραγούδια του. Η έμπνευσή του πολλαπλή (και από παντού). Στα δύσκολα μα εμπνευσμένα χρόνια της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη, "έπεσε", φαίνεται, στα χέρια του ο τόμος "Έργα" της Ανθούλας Σταθοπούλου - Βαφοπούλου, μετά τον θάνατό της και την έκδοσή τους.
Το ποίημα έκανε εντύπωση στον συνθέτη, "τούκαμνε" για τις ανάγκες του. Με εντιμότητα στον ήχο και στους ρυθμούς και στην ατμόσφαιρα εκατέρωθεν, κράτησε το μοτίβο πέραν της ρεμπέτικης συνείδησής του, δημιούργησε ένα τραγούδι σκοτεινό (που άπτονταν των αξόνων της Ανθούλας), όχι ρεμπέτικο, λιγότερο λαϊκό, λόγιο θα μπορούσε να πει κανείς, με τη φωνή της Στέλλας Χασκίλ και τη δική του μεσούντος του Εμφυλίου, στα 1948, δεκατρία χρόνια μετά τον θάνατό της. Ίσως έτσι εξηγείται η παράξενη προέλευσή του, γιατί το τραγούδι ένα περίεργο τραγούδι, δεν έχει όμοιό του στο σύνολο των υπέροχων τραγουδιών του λαϊκού βάρδου Βασίλη Τσιτσάνη. Δεν χρειάστηκε (και δεν χρειάζεται) να εξομολογηθεί το "δάνειό" του.
(Τόσοι πρόσφατοι γεντικουλίστες, τόσοι γραφιάδες των "Ουζερί Τσιτσάνης" και τόσοι αμήχανοι εραστές της μουσικής του πώς δεν πρόσεξαν τη σύμπτωση;).
Ποιος να τόλεγε όμως ότι ο ξακουστός Βασίλης Τσιτσάνης θ' αντάμωνε (και θάπαιρνε στα φτερά της δόξας του) την άτυχη, χαμηλοτάβανη και ανώνυμη (σχεδόν) ποιήτρια της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης, την Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου, μαζί του;
Έστω και με δύο στίχους;
Μάρκος ΜέσκοςΣυγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.