- Συζήτηση
Οταν το τραγούδι έγινε ρόμπα
Το 1983, μόλις ο Μανώλης Αγγελόπουλος υπέγραψε το σχετικό συμβόλαιο πίνοντας καφέ στο GB της «Μεγάλης Βρεταννίας» και πήρε τα χρήματα που είχαμε συμφωνήσει, σηκώνεται όρθιος και μου λέει χαμογελώντας: «αδερφέ, πάμε τώρα παρέα να τα ακουμπήσουμε»!
Λίγα λεπτά αργότερα, στην Καραγεώργη Σερβίας, διαλέγαμε ύφασμα από τα τόπια με τα αγγλικά κασμίρια, για το μαύρο κοστούμι με τη λεπτή ρίγα που θα έραβε στο ράφτη ξοδεύοντας ολόκληρη την αμοιβή του για τις δύο συναυλίες στο θέατρο Λυκαβηττού!
* Ηταν η εποχή που οι καλλιτέχνες του ελληνικού τραγουδιού εμφανίζονταν πάνω στο πάλκο ντυμένοι σαν γαμπροί! Και με ανάλογη εμφάνιση πήγαιναν στα ραντεβού τους, επαγγελματικά και φιλικά. Ο Στράτος Διονυσίου, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, όλες οι μεγάλες φίρμες του λαϊκού τραγουδιού, ακόμα και στα θερινά μαγαζιά, κατακαλόκαιρο, στη Νεράιδα ή τη Φαντασία, εμφανίζονταν κοστουμαρισμένοι, με γραβάτα και λουστρίνι παπούτσι. Συνεχιστές μιας νοοτροπίας το ίδιο ισχυρής τόσο στα κυριλέ κέντρα διασκέδασης όπου εμφανίζονταν ο Γιάννης Βογιατζής, ο Σώτος Παναγόπουλος και ο Τώνης Μαρούδας, όσο και στις ταβέρνες και τα μπουζουξίδικα όπου εμφανίζονταν οι τροβαδούροι της Πλάκας και οι φίρμες του λαϊκού τραγουδιού. Μπορεί ο Σταμάτης Κόκοτας να έχει σήμα κατατεθέν τις πελώριες φαβορίτες του, αλλά τις πλαισιώνει με δαντελωτά πουκάμισα και ακριβά κοστούμια.
Ο χώρος εργασίας ήταν ιερός και απαιτούσε σοβαρή εμφάνιση. Ο Μανώλης Χιώτης, που ξεχώριζε για την κομψότητά του, περνούσε ατελείωτες ώρες στο στούντιο ντυμένος πάντα στην τρίχα, με το μονόπετρο δαχτυλίδι, την ασημένια αλυσίδα και το ρολόι τσέπης στο ατσαλάκωτο παντελόνι του.
Και ο Δημήτρης Μητροπάνος, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τραγουδούσε μεν χωρίς γραβάτα στο Στορκ, αλλά στο στήθος του από την άκρη μιας χρυσής αλυσιδίτσας κρεμόταν ένα μικρό σφυροδρέπανο!
* Για προφανείς λόγους, στο ρεμπέτικο τραγούδι, δεν κυριαρχούν τα ακριβά κοστούμια αφού τα μεροκάματα -όταν υπάρχουν- είναι μικρά και ο τρόπος ζωής των ρεμπετών διαφορετικός. Εκτός πάλκου, το πιο χαρακτηριστικό ντύσιμο, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος τύπος, περιλαμβάνει την τραγιάσκα, το καβουράκι ή τη ρεμπούπλικα, το κασκόλ και το παλτό, σε γκρίζα χρώματα. Ο Κωνσταντίνος Νούρος, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Στελλάκης Περπινιάδης, στη δουλειά, φοράνε σακάκι με μαντίλι στο τσεπάκι ή πουκάμισο με γιλέκο ανάλογα με το χώρο και την εποχή. Και σε πιο επίσημες στιγμές, σε φωτογραφήσεις, άσπρο πουκάμισο με ή χωρίς κουμπάκια στο γιακά. Μερικοί προτιμούσαν και τις τιράντες.
Ο σεβασμός στον πελάτη είναι το πρωταρχικό κίνητρο για την εξωτερική εμφάνιση.
Σε στιγμές πιο οικείες, ο Μάρκος Βαμβακάρης ποζάρει άνετος στον σκηνοθέτη Γιώργο Χριστοφιλάκη που τον φωτογραφίζει στο προαύλιο του σπιτιού του, φορώντας τη μάλλινη μπεζ φανέλα που κρατάει ζεστό το σώμα μέσα από το πουκάμισο, με το φυλαχτό πιασμένο στη θέση της καρδιάς.
Οι γυναίκες τραγουδούν καθιστές και ντύνονται λιτά, για να μην προκαλούν, αφού το επάγγελμα της τραγουδίστριας, όπως και της ηθοποιού, είναι παρεξηγήσιμο, για να μην πω κακόφημο. Εξάλλου, ο πελάτης δεν πάει για να κάνει μάτι, αλλά για να ακούσει τραγούδια, να πιει, να χορέψει και να φλερτάρει με την ντάμα του.
Η Σωτηρία Μπέλλου κάθεται στο πάλκο και τραγουδάει με μάλλινη φούστα, κλειστή μπλούζα και χαμηλοτάκουνα παπούτσια με χοντρή σόλα. Το ίδιο και η Αννα Χρυσάφη. Οπως και η Μαρινέλλα δίπλα στον Καζαντζίδη, εμφανίζεται με άσπρη φούστα που σκεπάζει το γόνατο και εμπριμέ πουκαμισάκι. Μόνο οι πιο δεύτερες τραγουδίστριες, τα σεγόντα και οι «γλάστρες» μπορούν να ντύνονται πιο προκλητικά, αφήνοντας να φανεί περισσότερο το πόδι μέσα από τα πλαϊνά σχισίματα του φορέματος.
* Εως ότου γίνει η ανατροπή και κατέβει η πρώτη τραγουδίστρια στην πίστα, οπότε, συγκεντρώνοντας πάνω της την προσοχή των πελατών, προσαρμόζει την ενδυμασία της στο νέο ρόλο: Η Πόλυ Πάνου φοράει ακριβές τουαλέτες και η Καίτη Γκρέυ στενά φορέματα που τονίζουν τη μέση, το στήθος και την περιφέρεια. Δίπλα τους, ο Τσιτσάνης φοράει σκούρο κοστούμι με χοντρές ρίγες και άσπρο πουκάμισο χωρίς γραβάτα, ανοιχτό στο λαιμό.
Μπουάτ και «κοσμικά» μαγαζιά
* Μετά, στη δεκαετία του '60, έρχεται στο τραγούδι η αριστερά και το Νέο Κύμα. Στις επίσημες συναυλίες, στο «Κεντρικόν» και αλλού, ο Μίκης Θεοδωράκης φοράει κοστούμι και γραβάτα, όπως βέβαια και οι ερμηνευτές των τραγουδιών του, ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Χιώτης, ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Λάκης Καρνέζης. Ο Ζαμπέτας, για να σατιρίσει τη σοβαροφάνεια των συνθετών που διευθύνουν τους λαϊκούς τραγουδιστές με επίσημο ένδυμα, υποδύεται το μαέστρο στα «Δειλινά» με ημίψηλο καπέλο, άσπρα γάντια και ένα αγγούρι για μπαγκέτα!
Οι κυρίες, στις συναυλίες, η Μαρία Φαραντούρη, η Μαίρη Λίντα και η Πόλυ Πάνου, διαλέγουν ίσια φορέματα, μονόχρωμα, πολύ κλειστά σε σύγκριση με το ωραίο ντεκολτέ της Ντόρας Γιαννακοπούλου που ξεχωρίζει μέσα στο λευκό φόρεμά της.
Στις μπουάτ της Πλάκας, με τον Γιώργο Ζωγράφο, τον Κώστα Χατζή και τον Γιάννη Αργύρη, κυριαρχεί το «λουκ» των γάλλων τροβαδούρων, με προτίμηση στο μαύρο, πουκάμισο, ζιβάγκο ή φούτερ, μέχρις ότου μπει πιο δυναμικά το τζιν και το αμπέχωνο μαζί με την επιρροή της μπαλάντας των ροκ τραγουδοποιών, της Τζόαν Μπαέζ και του Μπομπ Ντίλαν. Η Μαρίζα Κωχ φοράει ριχτά ινδοπρεπή φορέματα με τα μαλλιά της να φτάνουν ώς τη μέση, ενώ η Πόπη Αστεριάδη τα κόβει αλά γκαρσόν.
* Στα κοσμικά μαγαζιά, στη διάρκεια της διχτατορίας, ορισμένοι από τους τραγουδιστές, που «μέσα» τους φλερτάρουν με τις μπουάτ, π.χ. ο Νταλάρας, διαφοροποιούνται διακριτικά από τους κλασικούς λαϊκούς τραγουδιστές, καταργώντας σιωπηρά τις γραβάτες, αντικαθιστώντας τα κασμίρια με βελούδινα και κοτλέ κοστούμια και αφήνοντας τα μαλλιά τους να μακρύνουν ελαφρώς.
Αλλοι, εκλαϊκεύοντας τη μόδα, εμφανισιακά ξεφεύγουν περισσότερο. Ο Γιώργος Κοινούσης, εξαίρετος μουσικός που γίνεται τραγουδιστής, επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ όπου έχει πάει για να τραγουδήσει στους ομογενείς τις μεγάλες επιτυχίες του «Δεν καταλαβαίνω τίποτα» και «Ολοι θα ζήσουμε», φανερά επηρεασμένος από την παρδαλή μόδα την εμπνευσμένη από τον χιπισμό, φέρνει μια μεγάλη βαλίτσα γεμάτη με πολύχρωμα πουκάμισα και μεγάλες καμπάνες! Ταυτόχρονα, αγοράζει μια κατακίτρινη Μερσεντές που εξοργίζει τον Πατσιφά, διευθυντή της ΛΥΡΑ, ο οποίος του απαγορεύει να την κυκλοφορεί για να μην προκαλεί το λαϊκό ακροατήριό του!
Αργότερα, ο Φλωρινιώτης, ως η ελληνική έκδοση του Ρίτσαρντ Γκιρ, παρουσιάζει στις Τζιτζιφιές τη δική του εκδοχή τού «Saturday night Fever»! Μια προσπάθεια που συγκινεί τον αυστηρό Μάνο Χατζιδάκι με την αθωότητά της και γίνεται αφορμή για την πολυσυζητημένη πρόσκληση του Φλωρινιώτη στο Γ' Πρόγραμμα. Λαμέ κοστούμια, διαφανείς πουκαμίσες με πελώριους γιακάδες και χτυπητά χρώματα, ψηλά τακούνια και unisex show, σαν κορυφή της πυραμίδας των φτηνών ρούχων που πουλιούνται στις στοές της Ομόνοιας και στις μπουάτ των λαϊκών συνοικιών.
Με τις μόδες και τις καινοτομίες φλερτάρουν και οι καλλιτέχνες του λεγόμενου ποιοτικού τραγουδιού, οι οποίοι υιοθετούν πιο ήπια στοιχεία από τα δικά τους πρότυπα. Οι νέοι μουσικοί που παίζουν ρεμπέτικα αισθάνονται άνετα μέσα στα γιλέκα και οι τραγουδοποιοί, όπως ο Παπάζογλου, ο Τσακνής και οι Κατσιμίχες βολεύονται με ένα μαντιλάκι στο λαιμό ή στην κωλότσεπη, ένα σκουλαρίκι στ' αφτί ή ένα κοντοκούρεμα, πιο κοντά στην αισθητική του Μπρους Σπρίνγκστιν, του Στινγκ και του Μπόνο που ντύνονται πιο απλά, πιο «οικολογικά», από τον Μικ Τζάγκερ και τον Τζιμ Μόρισον, που ακόμα επηρεάζουν με τις πιο εξεζητημένες εμφανίσεις τους τούς ροκάδες που επιμένουν αλά παλαιά.
Ακόμα κι αυτό που φάνταζε κάποτε πρωτοποριακό και αντικομφορμιστικό έγινε στερεότυπο και χάθηκαν οι συμβολισμοί. Η πρώτη φουρνιά της ποπ (Idols, Sounds, Charms κ.λπ.) με τα στενά κοστουμάκια και το σεμνό ντεμί-μακρύ μαλλί των πρώιμων Beatles, χάθηκε μαζί με την αφέλεια και την ποπ αρτ.
Το τραγούδι με σκουλαρίκια και μπικίνι
Μακρύ μαλλί, που στη δεκαετία '65-'75 συνδεόταν με την εξέγερση, έχουν τώρα και οι μπράβοι που «προσέχουν» τα νυχτερινά μαγαζιά! Και η τυποποίηση βρίσκει την αποθέωσή της στους πιτσιρικάδες που παίζουν rap και heavy metal ντυμένοι σαν από καρμπόν, με σταμπωτά t-shirts, φτηνά δερμάτινα μπουφάν, μαύρα παντελόνια και χοντρά μποτάκια, με μαλλιά αχτένιστα μακριά ή κοντά με ΝΥ καπελάκι τζόκεϊ βαλμένο μπρος-πίσω.
Πάντως, μέχρι τη σαρωτική εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης, σε γενικές γραμμές, οι ενδυματολογικές και άλλες εκφάνσεις των καλλιτεχνών δεν έχουν μεγάλη απόσταση από τις αντίστοιχες των ακροατών και των θεατών, της πελατείας τους. Στα ρεμπετάδικα, τις ταβέρνες, τις μπουάτ, τα κοσμικά κέντρα και τα μπουζουξίδικα, όταν ο καλλιτέχνης κάθεται στο τραπέζι με τους πελάτες, δεν ξεχωρίζει από τα ρούχα. Οι ενδυματολογικές ακρότητες αποτελούν μεμονωμένα φαινόμενα και συνδέονται περισσότερο με τα αποκριάτικα ξεφαντώματα (εξαιρουμένου του Τζίμη Πανούση που καυτηριάζει τους βολεμένους με χιούμορ και μεταμφιέσεις!).
* Στη δεκαετία του '90, η κατάσταση αλλάζει ραγδαία. Δεν είναι πια η κομψότητα το ζητούμενο, ούτε το κιμπαριλίκι, αλλά η προσαρμογή στη συνεχώς μεταβαλλόμενη μόδα. Και το τραγούδι πρέπει να προσαρμοστεί στην εξωτερική εμφάνιση και στο ανάλογο «σετ συμπεριφοράς».
Η ιδιωτική τηλεόραση και τα περιοδικά life-style, ταυτισμένα με τη βιομηχανία της μόδας, χρησιμοποιούν το τραγούδι και τον ερμηνευτή σαν βαποράκι της προκατασκευασμένης εικόνας.
Σχεδόν κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από το σφιχτό εναγκαλισμό τους. Οι δημοφιλείς τραγουδιστές αντιγράφουν τα ξένα «πρότυπα» με τον πιο κραυγαλέο και συχνά τον πιο αντιασθητικό τρόπο. Η Μαντόνα, ο Μάικλ Τζάκσον, η Τζένιφερ Λόπεζ και η Κάιλι Μινόγκ λανσάρουν με όχημα τα σουξέ διαμέσου του βιντεοκλίπ, τα κουνήματα, τα ρούχα, τα χτενίσματα και τις βαφές των μαλλιών και τα σχετικά αξεσουάρ. Ολα ένας αχταρμάς. Τεράστιοι σταυροί στους λαιμούς, κονκάρδες Τσε στα πέτα, σκουλαρίκια σαν καντήλια, υπερυψωμένα μπούστα, αληθινά και αυτοκόλλητα τατουάζ και ημίγυμνες αμφιέσεις ελκυστικές σε υποψήφιους γαμπρούς ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες, πολίστες, γιάπηδες και κάθε λογής νεόπλουτους.
Οι σκηνοθέτες, για να εντυπωσιάσουν, στα βιντεοκλίπ, μεταμφιέζουν τους τραγουδιστές σε καουμπόηδες (ο Κηλαηδόνης και ο Καρβέλας είναι ορίτζιναλ!), φακίρηδες, ιππότες, χαρτορίχτρες, βασίλισσες (πολλές υποψήφιες!), θεούς και άτλαντες (ο Νότης είναι ημίθεος!), ακόμα και σε γορίλες και κανίβαλους!
Για όσες τραγουδίστριες δεν πετάγονται στο Παρίσι, το Λονδίνο και τη Ρώμη για τη χειμερινή γκαρνταρόμπα τους, τα μοντελάκια που λανσάρονται από τους μεγάλους οίκους του εξωτερικού «εξελληνίζονται» από τους «μετρ» του Κολωνακίου και της Μυκόνου, που είναι μανούλες στις διασκευασμένες αντιγραφές του John Galliano, με τσουχτερές τιμές από τρεις έως δέκα χιλιάδες ευρώ το κομμάτι! Και όταν συμπίπτουν οι αντιγραφές, εκτυλίσσονται δράματα ανάμεσα στις τραγουδίστριες που διεκδικούν τη χαμένη αποκλειστικότητα.
* Σήμερα, κάθε ρούχο μετράει περισσότερο όσο μεγαλύτερο μέρος των κρυφών σημείων του γυναικείου σώματος αποκαλύπτει. Ξεφυλλίζοντας τις κουτσομπολίστικες φυλλάδες, αραδιασμένες μικρές και μεγάλες φίρμες ποζάρουν με τα στήθη προτεταμένα.
Η Δομινίκη, η Ζώζα, η Δώρα, η Παμέλα και πολλές νιόφερτες είναι κοντά στα ίχνη της Εφης Σαρρή, της Αντζυ Σαμίου, της Σαμπρίνας και της Ελλης Κοκκίνου, αλλά πολύ μακριά από την προικισμένη Αννα Βίσση και την καλόγουστη Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Και ενώ, αναμφίβολα, τα φώτα πέφτουν πάνω στις γυναίκες και μεγαλώνει ο ανταγωνισμός για την προσέλκυση του νεανικού κοινού που καταναλώνει τα reality θεάματα της τηλεόρασης και τα ηρεμιστικά της μαμάς, αρκετοί τραγουδιστές μεγαλώνουν χρυσές αλυσίδες αντί για μουστάκια και άλλοι καταφεύγουν σε φαντεζί κοστούμια, π.χ. ο Ρόκκος και ο Δάντης, ή σε πιο ακραίες επιλογές, όπως ο Σάκης Ρουβάς που ποζάρει στο εξώφυλλο του «Nitro» με ένα μπαστούνι δυναμίτη εν είδει γεννητικού μορίου προσπαθώντας με χοντροκομμένα σεξουαλικά υπονοούμενα να ανανεώνει το θαυμασμό των ανήλικων θαυμαστριών του!
Ομως, ακόμα και οι πιο straight τραγουδιστές, ο Πάριος, ο μικρός Διονυσίου, ο Τερζής κ.λπ., κάποιες στιγμές χάνονται μέσα στο τσούρμο των καλλίγραμμων χορευτριών του «μπαλέτου» που τους κυκλώνουν επί σκηνής με τα φτερά στα κεφάλια, τα αστεράκια στο στήθος και τα λεπτά στρινγκ.
Οι μεταμφιέσεις, που κάποτε ήταν αποδεκτές και επιθυμητές μόνο στις αποκριάτικες γιορτές, έγιναν για πολλούς τραγουδιστές καθημερινό ντύσιμο ή επικοινωνιακό τρικ ελέω ανταγωνισμού, μόδας και τηλεόρασης. Που δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο. Γιατί, πώς αλλιώς να εξηγήσεις γιατί ο Ρέμος, ένας τραγουδιστής που ετοιμάζεται να τραγουδήσει Θεοδωράκη στο Ηρώδειο το ερχόμενο καλοκαίρι, ντύνεται στα καλά καθούμενα -για τις εμπορικές ανάγκες ενός περιοδικού- ταυρομάχος ή Τσε! Και γιατί, ένας σολίστας του δημοτικού τραγουδιού, σαν τον Γιώργο Μάγκα, στολίζεται σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο για να παίξει κλαρίνο σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα. Και ακόμα, γιατί ένα κρατικό κανάλι ξεπέφτει στον άθλιο διαγωνισμό της Eurovision με φιλόδοξους φουκαράδες που προσπαθούν να κρύψουν την καλλιτεχνική γύμνια τους μέσα στα άκομψα δερμάτινα κοστούμια τους και τα μπασταρδεμένα αγγλοελληνικά τραγούδια τους.
Είναι πλέον φανερό ότι στη λογική της πολιτισμικής απορύθμισης που επιβάλλει ο τηλεοπτικός κα(ρ)νιβαλισμός, το να ξεφτιλίζεται κανείς χωρίς να ντρέπεται θεωρείται μαγκιά. Κι έτσι, δυστυχώς, το ελληνικό τραγούδι από καλοραμμένο κοστούμι γίνεται όλο και περισσότερο ρόμπα!
7 - 15/02/2004
Συγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.