- Συζήτηση
Ενα κείμενο του Γιώργου Νταλάρα για τον Τσιτσάνη, γραμμένο για την «Ε»
Ο ξεχωριστός, ο αγαπημένος, ο αρχηγόςΠρωτοείδα τον Τσιτσάνη από κοντά πολύ μικρός, έξι χρόνων περίπου, στο μαγαζί του στις Τζιτζιφιές. Πήγαμε με τη μάνα μου να βρούμε έναν από τους μουσικούς του που είχε φέρει ένα γράμμα και λίγα δολάρια από τον πατέρα μου από την Αμερική. Πήραμε το πράσινο και φτάσαμε βραδάκι.
Ηταν όλοι στο πάλκο κουστουμαρισμένοι με δίχρωμα παπούτσια. «Να, αυτός στη μέση είναι ο Τσιτσάνης», μου ψιθύρισε η μάνα μου. Ηταν ο τελευταίος που περίμενα, οι άλλοι ήταν πιο εντυπωσιακοί. Ντυμένοι στην πένα, γραβατωμένοι. Ο Τσιτσάνης ήταν ο μόνος χωρίς γραβάτα, ο πιο μαζεμένος. Αργότερα με σύστησε η μάνα μου. Ελάχιστες κουβέντες, μετρημένες. «Είσαι ο μικρός γιος του Λουκά... Μπράβο, αγόρι μου». Και με χάιδεψε στο κεφάλι. Ενα χάδι που το θυμάμαι πάντα όσο ψάχνω μέσα μου να βρω ποιος ήταν τελικά αυτός ο άνθρωπος. Στη συνείδησή μου ήταν πάντα ο ξεχωριστός, ο αγαπημένος, ο αρχηγός. Το πόσο σπουδαίος ήταν το συνειδητοποίησα λίγο αργότερα, όταν άρχισα να μαθαίνω τα τραγούδια του.
Ο Τσιτσάνης όμως αγαπήθηκε από όλο τον κόσμο και αυτό δεν είναι υπερβολή. Τον ανακάλυψαν και τον θαύμασαν οι άνθρωποι της κουλτούρας ακόμα και οι ευγενείς αστοί, αλλά ο Τσιτσάνης μίλησε βαθιά στην ψυχή του λαού και τον εξέφρασε απόλυτα με τα τραγούδια του.
Ο Τσιτσάνης έκανε κάτι μοναδικό· «προγραμμάτισε», θα λέγαμε με τους σημερινούς όρους, με έναν ευφυή τρόπο το λαϊκό τραγούδι. Το αναβάθμισε και το έσπρωξε σε ένα χώρο υψηλής ευαισθησίας. Το αναμόρφωσε και αυτό συγκλόνισε το λαϊκό κόσμο. Ηταν ο προάγγελος του Θεοδωράκη. Το πολύ καθημερινό είδος του λαϊκού τραγουδιού, το τραγούδι της παρέας, έγινε τραγούδι της πόλης, τραγούδι μαζικό. Και το τραγούδι της πόλης έγινε τραγούδι της χώρας. Η έκφρασή του ήταν καθαρή, γνήσια και πηγαία, και αυτό έκανε τους απλούς ανθρώπους ν' αντιληφθούν ότι τα τραγούδια του, αν και λαϊκά, είχαν μια ιδιαίτερη ευγένεια και πολλές φορές περιέγραφαν έναν υψηλής αισθητικής και πλούσιο σε συναισθήματα κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια της δικτατορίας, παρότι ο Τσιτσάνης έπαιζε λαϊκά τραγούδια, το «Χάραμα» ήταν τόπος συνάντησης των φοιτητών, των αντιστασιακών, των διανοούμενων και βέβαια πολλών απλών ανθρώπων.
Ο Τσιτσάνης σα μουσικός έβαλε προσωπικό ήχο στο μπουζούκι. Τα σόλα του άφησαν εποχή. Κατείχε απόλυτα τη δομή του βυζαντινού, του δημοτικού και του λαϊκού τραγουδιού ώς την εποχή του και ρυθμικά και όλες τις κλίμακες. Ο,τι είχε γραφτεί μέχρι τότε μπορούσε να το αναπαραγάγει και να το παίξει τέλεια. Ο ίδιος επέλεξε να εκφράζεται και να γράφει, σε τρεις κυρίως κλίμακες.
- Τη ματζόρε, που εμείς τη λέμε ραστ με «φαρδιά» τραγούδια όπως το «Ο,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ», «Το σκαλοπάτι», «Δώδεκα η ώρα θα 'ρθω βρε Μαριώ».
- Τη μινόρε, αργά αρχοντικά τραγούδια με τη μεσογειακή θλίψη και το χρώμα του εσπερινού... «Η αχάριστη», «Η αρχόντισσα», «Η αραπιά».
- Και ήχο πλάγιο δεύτερο, όπου ανήκουν μερικοί από τους ωραιότερους ύμνους της Εκκλησίας. Τραγούδια όπως «Παίξε Χρήστο το μπουζούκι», «Ασπρο πουκάμισο φορώ», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι»...
Ο Τσιτσάνης, όπως το είχε περιγράψει και ο ίδιος, είχε αγωνία για το λαϊκό τραγούδι, δεν ήθελε να ζήσει και να πεθάνει στο μικρό πάλκο των μαγαζιών. Μου το έλεγε συχνά στην κουβέντα μας. Του είπα μια φορά, θυμάμαι, ότι φαντάζομαι την «Αχάριστη» και την «Αραπιά» με αυτές τις εισαγωγές παιγμένες από κλασική ορχήστρα σαν τις μικρές σουίτες του Βιβάλντι. Γέλασε πολύ ικανοποιημένος. Χαίρομαι που έστω και αρκετά χρόνια μετά μπόρεσα να παίξω μ' αυτόν τον τρόπο μερικά από τα τραγούδια του σε μεγάλες κλασικές ορχήστρες.
Ο Τσιτσάνης είναι, πιστεύω, ο πολυγραφότερος λαϊκός συνθέτης - ακόμη και τραγούδια που λογίζονται ιστορικά παραδοσιακά είναι δικά του. Είναι ο πρώτος ίσως απ' όλους τους ρεμπέτες που τραγούδια του συμπεριλήφθηκαν στην ανθολογία της ελληνικής ποίησης, επαναπροσδιορίζοντας την καταγωγή και τη μοίρα του αληθινού λαϊκού τραγουδιού.
Αυτός που «εξευγένισε», όπως έλεγε ο Στελλάκης Περπινιάδης, το ρεμπέτικο τραγούδι, καθαρίζοντάς το, κατά τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, «από κάθε πρόστυχο και χαμηλό». Αυτός του οποίου ο Μίκης Θεοδωράκης θεωρεί τιμή να λογίζεται μαθητής. Αυτός ο ευαίσθητος μάγκας, «το παιδί των υπόγειων ρευμάτων και της ρεμπετοσύνης», που κατά τον Μάνο Χατζιδάκι «υπήρξε μεγάλος τον καιρό που δεν υποπτευόταν ότι ήταν μεγάλος».
Κατόρθωσε να βγάλει το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο και να το εντάξει στη νέα κοινωνική πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ιδιοφυής και γενναιόδωρος. Εύστοχα ο Κώστας Χατζηδουλής τον λέει Ναζωραίο. Ο Τσιτσάνης ήταν ένας μικρός Χριστός των ανθρώπων που μίλησε στην ψυχή τους ανεξάρτητα από τη μόρφωση και την κοινωνική τους τάξη.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/01/2004
Συγγραφείς:
Αναφέρεται σε:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.