- Συζήτηση
«Το ρεμπέτικο και οι σημερινοί θιασώτες του» .
Ύστερα από την καταπληκτική εξάπλωση τού ρεμπέτικου τραγουδιού, τον τελευταίο μάλιστα καιρό, ξανάρχισαν και οι συζητήσεις γύρω απ' αυτό. <br><br>
Το μπουζούκι, ο κυριότερος φορέας τού ρεμπέτικου, κατάκλυσε τα περισσότερα λαϊκά και αριστοκρατικά κέντρα της Αθήνας, ενώ το γραμμόφωνο και το ραδιόφωνο ακόμη, ανέλαβαν να το διαδώσουν και στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της Ελλάδας. Συνηθίσαμε να ονομάζουμε ρεμπέτικο κάθε τραγούδι πού είναι έξω από τον κύκλο τού άλλου ελαφρού τραγουδιού ταγκό, φοξ κ.λ.π., ενώ θα έπρεπε να είχαμε από καιρό ξεχωρίσει το πραγματικό ρεμπέτικο από τα άλλα πού είναι ή ρεμπετοτυποποιημένα τραγουδάκια της μόδας ή και πραγματικά λαϊκά τραγούδια όπως το «Ανδρέας Ζέπος» το παλαιότερο η «θάλασσα» και το ακόμη παλαιότερο « γελεκάκι». Μ' αυτό τον τρόπο απομονώνοντας το με ανήθικο περιεχόμενο πραγματικό ρεμπέτικο μ' ευκολία θα μπορούσαμε να το χτυπήσουμε και να το ξεριζώσουμε. <br><br>
Σήμερα όμως πού ο λαός-και αυτό είναι πολύ δυσάρεστο-τραγουδάει δίχως διάκριση όλα αυτά τα τραγούδια, είμαστε υποχρεωμένοι να χτυπήσουμε γενικότερα το ρεμπέτικο. Τις περισσότερες φορές πού οι «ειδικοί» καταπιάνονται μ' ένα οποιοδήποτε ζήτημα της δικής τους αρμοδιότητας, αν μάλιστα συμβαίνει να είναι καλλιτέχνες ή λογοτέχνες, το αποτέλεσμα πού θα βγει απ όλη τη συζήτηση θα είναι αρνητικό. Δηλαδή με άλλα λόγια αν ο σκοπός τους είναι να φωτίσουν ένα ζήτημα και να ξεδιαλύνουν τις υπάρχουσες διαφορές, καταντούν να σκοτίσουν και να περιπλέξουν περισσότερο την υπόθεση. Ένα τέτοιο πράγμα συμβαίνει και με το ρεμπέτικο τραγούδι. Χρόνια τώρα, μουσουργοί, μουσικολόγοι, τεχνοκρίτες και λογοτέχνες ακόμη, με διισταμένες αντιλήψεις αγωνίζονται από τις στήλες του τύπου να διαφωτίσουν την κοινή «γνώμη» με πολλά και διάφορα επιχειρήματα, με σοφές γνώμες και κρίσεις και άλλα για την άξία ή την απαξία του ρεμπέτικου τραγουδιού.
<br><br>
Νομίζω πώς δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς διανοούμενος ή καλλιτέχνης για να καταλάβει πώς η ουσία σ' όλη αυτή την υπόθεση-τόσο απλή άλλωστε- είναι η ακόλουθη: Έχουμε ένα χειροπιαστό δεδομένο πώς ο λαός, και ιδιαίτερα η νεολαία, τραγουδάει αδιακρίτως όλα τα ρεμπέτικα και τα ελαφρά τραγούδια. Από τα ρεμπέτικα θα πρέπει να ξεχωρίσει κανείς τα ερωτικά και εκείνα πού, σε μεγαλύτερη αναλογία, υμνολογούν τον τεκέ και το χασίς ή πού το περιεχόμενο τους είναι καθαρό ή υπονοούμενο πορνογραφικό. Αυτή είναι η ουσία. Όλα τα άλλα, σε μια στιγμή, παίρνουν δευτερεύουσα σημασία. Τα πραγματικά ρεμπέτικα εκφράζουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τούς πόθους του κάθε λογής ρεμπέτη. Αν λοιπόν δεχτούμε πώς αυτά είναι λαϊκά τραγούδια τότε μοιραία δίνουμε στον λαό την πιο βαριά μομφή. Ξεκαθαρίζοντας τα τραγούδια, αυτά, όχι μόνο ξεριζώνουμε μια μολυσματική εστία, πού πνευματικά και ψυχικά δηλητηριάζει τον λαό, και ιδιαίτερα, το τονίζω και πάλι, τη νεολαία, άλλά αφήνουμε ελεύθερα και τα καλά στοιχεία πού υπάρχουνε, από μια γενικότερη βέβαια άποψη, μέσα στο ρεμπέτικο, να εξελιχθούν, ν' αναπτυχθούν, και να μπουν στα πλαίσια ενός πραγματικού λαϊκού τραγουδιού. Γιατί με το δρόμο πού ακολουθεί σήμερα το ρεμπέτικο τείνει να καταστρέψει και ο,τι τυχόν καλό φέρνει μέσα του.
<br><br>
Κοντά στους άλλους πού κατά διαστήματα στάθηκαν απολογητές του «ρεμπέτικου» είναι και ο κ. Μ. Χατζηδάκης πού θέλησε σε μια πρόσφατη διάλεξή του στο Θέατρο Αλίκης να τα υπερασπίσει. Δεν ξέρω αν το προσωπικό γούστο ή άλλοι λόγοι ήταν τα αίτια αυτής της διάλεξης, εκείνο πού ξέρω είναι πώς μια τέτοια υπόθεση έχει από κάθε άποψη πολλές απαιτήσεις. Η αντικειμενική κρίση, η σοβαρότητα και η ειλικρίνεια είναι προϋποθέσεις απαραίτητες όταν καταπιάνεται κανείς με τέτοια ζητήματα. Την ιστορική εξέλιξη του τραγουδιού αυτού ο κ. Χατζηδάκης θέλησε να την δει από την κατοχή και δώθε, ενώ είναι γνωστά πώς η ιστορία τού ρεμπέτικου είναι πολύ παλαιότερη.
<br><br>
θα προσπαθήσω με συντομία βέβαια, να σκιαγραφήσω την όλη πορεία τού ρεμπέτικου. Με τη λέξη «ρεμπέτ» στην Τουρκία χαρακτηρίζανε κάθε άνθρωπο πού ήταν, σε γενικότερη βέβαια έννοια, εκτός νόμου, δίχως φυλετική ή θρησκευτική διάκριση. Η τάξη των ρεμπέτηδων ήταν πολυποίκιλη και τα τραγούδια της ανάλογα. Έτσι διαμορφώθηκε τα ρεμπέτικο τραγούδι. Εκείνο πού χαρακτήριζε τα παλιά ρεμπέτικα ως προς τη μελωδική τους γραμμή, είναι το βαρύ ανατολίτικο χρώμα, το χρώμα με άλλα λόγια τού αμανέ, πράγμα πού εύκολα εξηγείται, μια πού τα περισσότερα ήταν τούρκικα και δημιουργήθηκαν στην Πόλη ή στη Μικρά Ασία. `Ως προς τούς χορούς εκτός από το τσιφτέ-τέλι, καρσιλαμά, χασάπικο, ο πιο ευνοούμενος ήταν το ζεϊμπέκικο. Τα όργανα πού χρησιμοποιούσαν ήταν το ούτι, το μπουζούκι, ο μπαγλαμάς, το σαντούρι και ακόμη το βιολί πού χορδιζότανε διαφορετικά. Τα λαϊκά τραγούδια τού τότε υπόδουλου Ελληνισμού δεν είχαν σχέση με τα ρεμπέτικα.
<br><br>
Διάφεραν μεταξύ τους κατά τόπους, συνήθειες κ.λ.π., είχαν, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, και αυτά κάποιο ανατολίτικο χρώμα, ιδιαίτερα στα ενδότερα της Μικρά Ασίας, πού ήταν περισσότερο συνυφασμένα με το τούρκικο στοιχείο. Πολλά από τα ρεμπέτικα τραγούδια τα μεταφέρανε, όπως θα λέγαμε καθαρευουσιάνικα δια «ζώσης» οι ναυτικοί στην παλιά Ελλάδα. Έτσι το ρεμπέτικο ξεκινώντας απ την Πόλη και τα παράλια της Μικρά Ασίας, πέρναγε από τις Κυκλάδες με κυριότερο σταθμό την Σύρο, και έφθανε στον Πειραιά και στα άλλα λιμάνια της Ελλάδας. Στη παλιά Ελλάδα, πριν από τα 1922, οι διάφοροι τύποι, τού μάγκα, τού κουτσαβάκη, τού χασισοπότη κ.λ.π., αποτελούσαν την τάξη των ανθρώπων πού ήταν έξω από τα ήθη και έθιμα τού λαού και τούς νόμους της πολιτείας. Ήταν οι άνθρωποι πού είχαν δοσοληψίες με την παλαιά στρατώνα και το Παλαμήδι τ' Αναπλιού. Χαρακτηριστικός τύπος στο Λαϊκό Θέατρο τού Καραγκιόζη ήταν «τ' αδερφάκι ο Σταύρακας». Καβουράκι, πανταλονάκι τζογέ, κομπολογάκι, ζωνάρι, μυτερά «πατούμενα» και δίκοπη κάμα. Η τάξη αυτή είχε και τα δικά της τραγούδια, τα λεγόμενα «βλάμικα» πού σε πολλά σημεία πλησιάζανε τ' ανατολίτικα ρεμπέτικα. Τα κέντρα πού είχαν μόνιμη πελατεία τούς τύπους αυτούς ήταν τα διάφορα καφέ-σαντάν και τα χασισοποτεία της Τρούμπας. Ο λαός δεν είχε καμιά σχέση με τούς τύπους αυτούς και με τα τραγούδια τους. Διασκέδαζε ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, με τα παλιά δημοτικά μας τραγούδια, με τα λαϊκά τραγουδάκια της εποχής και με τις πλακιώτικες και επτανησιακές καντάδες. Τα περισσότερο διαδεδομένα όργανα στην εποχή εκείνη ήταν το μαντολίνο και η κιθάρα.
<br><br>
Ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή η κοινωνική αναστάτωση πού δημιουργήθηκε είχε σαν επακόλουθο τη διαφοροποίηση της ζωής σ' όλες της τις εκδηλώσεις. Το ρεμπέτικο στοιχείο, πλουτισμένο περισσότερο τώρα, άρχισε λίγο-λίγο να εισχωρεί στις λαϊκές τάξεις, να αναστατώνει και να διαδίδει τα δικά του τραγούδια με το προσωπείο τού λαϊκού τραγουδιού. Ένας σπουδαίος ψυχολογικός παράγοντας έπαιξε ρόλο στη διάδοση τού τραγουδιού αυτού, στον προσφυγικό ιδιαίτερα κόσμο. Το τραγούδι αυτό πού είχε ανατολίτικο χαρακτήρα θύμιζε κατά κάποιον τρόπο μακρινούς κι αγαπημένους τόπους. Ένας φαύλος κύκλος δημιουργήθηκε τότε στη λαϊκή μουσική.
<br><br>
Αμανέδες, τσιφτετέλια, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα και ακόμη ρεμπέτικα, καλαματιανά και φοξ-τρότ. Παραθέτω μερικούς τίτλους απ' αυτά τα τραγούδια: Ο Χαρτοπαίχτης (συρτό), ο Βλάμης τού Ψυρρή (ζεϊμπέκικο), Γι' αυτό φουμάρω κοκαΐνη (τσιφτετέλι), Φέρτε πρέζα να φουμάρω (καλαματιανό), Εγώ είμαι η χήρα η αλανιάρα (φοξ-τροτ). Στη διάδοση τού ρεμπέτικου τότε, όπως και τώρα, συνέβαλε τόσο το γραμμόφωνο όσο και οι διάφοροι αυτοσχέδιοι συνθέτες, από τη τάξη των λαϊκών οργανοπαιχτών, πού μυρίστηκαν πώς η υπόθεση τού ρεμπέτικου έχει περισσότερο «ψητό» από κάθε άλλου είδους μουσική. Έτσι λοιπόν το ρεμπέτικο δυνάμωνε και φούντωνε για να φτάσει στο σημείο, αχαλίνωτο πια, όπως και σήμερα να βγάνει στην επιφάνεια όλη τη σαπίλα τού υπόκοσμου.
<br><br>
Ύστερα ήρθε ο πόλεμος και ακολούθησε η κατοχή. Το ρεμπέτικο βγήκε στην επιφάνεια και πάλι. Κι ενώ ο ελληνικός λαός έδειχνε μια θαυμαστή αντίσταση στον καταχτητή, το ρεμπέτικο έγινε το τραγούδι της φυγής, το τραγούδι τού λουλά και το τραγούδι πού υμνολογούσε το μαυραγορίτη και το σαλταδόρο. Ο,τι επακολούθησε ύστερα από την απελευθέρωση είναι γνωστό. Η παραγωγή του ρεμπέτικου εξακολούθησε ανενόχλητη το δρόμο της. Αυτά από την ιστορική άποψη.
<br><br>
Ο κ. Χατζηδάκης μιλώντας για τις τρεις χορευτικές φόρμες είπε το ζεμπέκικο είναι ελληνικότατος χορός! Δεν ξέρω πια γνώμη μπορεί να έχει σχηματίσει ο καθένας για την άξία αυτού τού χορού, πού συνήθως οι χασικλήδες και οι νταήδες επιδεικνύουν όλα τους τα τερτίπια και εκδηλώνουν με αυτοσχεδιασμούς τον εσωτερικό τους κόσμο. Εκείνο πού δεν μπορώ να καταλάβω είναι για ποιο λόγο είναι ελληνικός χορός. Ο χορός αυτός καθαρά τούρκικος ήταν ένα είδος όρχησης με οπλομαχητική επίδειξη των ζεϊμπέκηδων, όπως π.χ. εδώ παρουσιάζεται σήμερα σαν χορός και «νταηλίδικη» επίδειξη. Εκτός αν το 9/8 πού βρίσκεται σε μερικούς χορευτικούς ρυθμούς, μπορεί να τον χαρακτηρίσει σαν ελληνικό χορό. Στην ανάλυση της ποιητικής φόρμας και τού περιεχομένου αυτών των τραγουδιών ο κ. Χατζηδάκης όχι μόνον δεν βρήκε κανένα ψεγάδι, άλλα σε μερικά απ' αυτά πού «κλείνουν μέσα τους ανικανοποίητο ερωτισμό» όπως είπε, βρίσκει κοινά στοιχεία ανάμεσα σ' αυτά και τον ... Ερωτόκριτο. Το χειρότερο είναι πώς παράλειψε να αναφέρει έστω και ένα από τα τόσα πού χαρακτηρίζουνε το πραγματικό ρεμπέτικο. Αυτό δείχνει πώς ο ομιλητής από σκοπιμότητα ή άγνοια έκανε αύτη την παράλειψη.
<br><br>
Είναι γνωστό πώς το ρεμπέτικο σινάφι, έχει ένα δικό του αρκετά μάλιστα πλαταιμένο λεξιλόγιο. Θα δούμε πώς στα περισσότερα ρεμπέτικα αφθονούν τέτοιες λέξεις, πού ο λαός δεν χρησιμοποιεί.
Μερικά παραδείγματα:Κάτου στα λεμονάδικα έγινε φασαρία
δυο λαχανάδες (πορτοφολάδες) πιάσανε
πού κάναν την κυρία (τον ανίδεο, τον ανήξερο) κ.λ.π.
Όταν καπνίζει ο λουλάς (ναργιλές) εσύ δεν πρέπει να μιλάς.
Κοίταξε τριγύρω οι μάγκες κάνουν όλοι τουμπεκί (σιωπούν)
κ.λ.π.
Θα παραθέσω ακόμη λίγα πού το περιεχόμενο τους είναι χασικλίδικο και αισχρό:
Έμαθα πώς είσαι μάγκας είσαι και χασικλής...
Τού καημένου τού Μποχώρη τού τη σκάσαν στο βαπόρι
και τού πήραν πεντακόσια όλο τάλιρα και γρόσια...Μάγκα μου το μαχαίρι σου όταν το κουστουμάρεις...
Μάγκας βγήκε για σεργιάνι για να βρει κάνα τεκέ...
Το πρωί με τη δροσούλα πάνου στη γλυκιά μαστούρα..Τον χάρο τον αντάμωσαν πέντ' έξη χασικλήδες
να τον ρωτήσουν πως περνούν στον ʼδη οι μερακλήδες
Πες μας βρε χάρε να χαρείς τα μαύρο σου σκοτάδι
έχουν χασίσι έχουν λουλά οι βλάμηδες στον ʼδη;
...Πάρε, δυο δράμια προυσαλιό και πέντε μυρωδάτο
και δώσε να φουμάρουνε τ' αδέρφια μας κει κάτω
...Πες μας τι κάνουν οι φτωχοί πρεζάκηδες και κείνοι
Πάρε να δώσεις και σ' αυτούς λιγάκι κοκαΐνη.Είναι γνωστό το ιδιότυπο ύφος του μάγκα στην έκφραση του προσώπου, στο βάδισμα και ιδιαίτερα στην ομιλία, που είναι μακρόσυρτη και σπηλαιώδης και πού θυμίζει τρόπο και έκφραση «μαστουρωμένου», κι αυτό το στοιχείο το βρίσκουμε στο περισσότερα ρεμπέτικα όταν το εκτελεί το «μπουζουκάκι» ή χορεύει ή τραγουδάει ο μάγκας.
Ο κ. Χατζηδάκης μιλώντας για τη μουσική γλώσσα πού χρησιμοποιεί τo ρεμπέτικο, βρήκε πώς η μελωδική της γραμμή έχει πολλά κοινά με τούς ήχους της βυζαντινής μουσικής και γενικότερα με τη βυζαντινή μελωδία.
<br><br>
Η βυζαντινή μουσική χρησιμοποιεί ,περισσότερο τούς διατονικούς τρόπους, πού είναι οι πιο γνήσιοι και αγνοί ελληνικοί τρόποι και λιγότερο τούς δύο (Β και πλάγιο Β) πού ανήκουνε στο χρωματικό γένος. Το δημοτικό μας τραγούδι χρησιμοποιεί και αυτό περισσότερο τούς διατονικούς και ιδιαίτερα τον υποδωρικό, μερικούς μικτούς τρόπους (μ' ένα χρωματικό και ένα διατονικό τετράχορδο) και πολύ σπάνια χρωματικές σκάλες πού σ' αυτές ακόμη η ελληνική απλότητα φανερώνεται, ιδιαίτερα στις καταλήξεις, μ' ένα είδος, ας το πούμε, μετατροπής σε αρχαίο διατονικό τρόπο.
<br><br>
Αντίθετα τα παλαιοτέρα ρεμπέτικα και μερικά από τα τωρινά χρησιμοποιούν χρωματικές ανατολίτικες σκάλες. Τα περισσότερα όμως, ιδιαίτερα το σύγχρονα, είναι γραμμένα στους ευρωπαϊκούς τρόπους μινόρε-ματζόρε ή σε μικτή ελάσσονα-μείζονα, με τη γνωστή μανιέρα της συνοδείας, με τις «κολλητές» τέρτσες και θυμίζουν πότε ταγκό, πότε βαλς και πότε, στο περισσότερα, πλακιώτικη ή έφτανησιώτικη καντάδα. Η ενότητα πού χαρακτηρίζει το παλιό ρεμπέτικο στο ποιητικό περιεχόμενο και στη μουσική γλώσσα έχει διασπαστεί, και μόνο η φόρμουλα τού ζεϊμπέκικου και το «βλάμικο» ύφος μένουν αναλλοίωτα. Τελειώνοντας θα τονίσω πώς το ρεμπέτικο τραγούδι, όπως έχει σήμερα μάλιστα διαμορφωθεί, δεν αντιπροσωπεύει ούτε στο περιεχόμενο, ούτε στην εκφραστική μορφή του, και στη μουσική γλώσσα το λαϊκό τραγούδι. ʼσχετα αν φέρνει μέσα του λίγα στοιχεία λαϊκής μουσικής-πράγμα άλλωστε πού υπάρχει και στο άλλο είδος ελαφρού τραγουδιού-το ρεμπέτικο τραγούδι σύμφωνα με εκείνα πού εκφράζει, τείνει στην κατάπτωση και στο μαρασμό.Συγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.