- Συζήτηση
Η σοβαρή και η ελαφρά μουσική του '60
«Μια θάλασσα μικρή...»
Πολύ περισσότερο απ' ό,τι τη δεκαετία 1950-60, το 1960-70, ως προς την ελληνική μουσική, χαρακτηρίζει εντονότατη κινητικότητα, που σφράγισε ανεξίτηλα ώς σήμερα την εξέλιξή της. Εξετάζουμε πρώτα την έντεχνη (σοβαρή) μουσική και εν συνεχεία τη λαϊκή.
Ι. ΕΝΤΕΧΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
(α) Θεσμοί: Ανοδος του Φεστιβάλ Αθηνών υπό την εμπνευσμένη διεύθυνση του Νίκου Συνοδινού, το 1964-67. Περίφημα ξένα συμφωνικά σύνολα με ανανεωμένα προγράμματα, ανοίγματα στη σύγχρονη μουσική, επίσκεψη Ιγκορ Στραβίνσκι, μπαλέτα Μορίς Μπεζάρ, ιαπωνικός θίασος «Νο» Κάνζε Καϊκάν, ίδρυση της Χορωδίας του Φεστιβάλ με διευθύντρια την Ελλη Νικολαΐδη, αξιοποίηση του θαυμάσιας ακουστικής του θεάτρου του Λυκαβηττού, σήμερα υποβαθμισμένου κ.λπ. Την άνοδο του θεσμού ανέκοψε η απριλιανή δικτατορία: το πρόγραμμα του Φεστιβάλ 1967, που παρέλαβαν έτοιμο οι συνταγματάρχες, ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Ελάχιστο μέρος του πραγματοποιήθηκε, συχνά ενώπιον κενών καθισμάτων, λόγω μποϊκοτάζ του καθεστώτος από πολλά μεγάλα ξένα συγκροτήματα και το ελληνικό κοινό.
Η σημαντική ανανέωση του ρεπερτορίου της Λυρικής, επικεφαλής της οποίας ξαναβρέθηκε (1959-64) ο θεμελιωτής της Κωστής Μπαστιάς, συμπαρέσυρε και τις επόμενες διευθύνσεις: έργα μεγάλης κλίμακας και γραμμής των Μουσόργκσκι, Βέρντι (1960), Μουσόργκσκι, Ροσίνι, Μποροντίν (1961), Καλομοίρη (Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τελευταίο έργο του), Βάγκνερ (1962), Τσαϊκόφσκι (1963). Ακολούθησαν έργα Οφενμπαχ, Πουλένκ, Τσιμαρόζα (1961), Βέμπερ (1963), Βάγκνερ (1965), Ιμπέρ (1966), αλλά και ανοίγματα στη νεότερη μουσική: Πύργος του Κυανοπώγωνος του Μπάρτοκ και Αγάπη των Τριών Πορτοκαλιών του Προκόφιεφ (1967), Ευγένιος Ονιέγκιν του Τσαϊκόφσκι, με αρχιμουσικό το διάσημο Ελληνοσοβιετικό αρχιμουσικό Οδυσσέα Δημητριάδη. Ακόμη: Μαρία Κάλλας στην Επίδαυρο, με Νόρμα του Μπελίνι το 1960 και Μήδεια του Κερουμπίνι σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή (1961). Τέλος, Μάκβεθ του Βέρντι με Κώστα Πασχάλη και Ινγκε Μποργκ (1968), Τουραντό του Πουτσίνι, σε σκηνοθεσία Μαργαρίτας Βάλμαν (1969).
1962: χρονολογία τρομακτικά πολυσήμαντη. 3 Απριλίου, ο θάνατος του Καλομοίρη τερματίζει και το βιολογικό κύκλο αυτού που εκείνος θεωρούσε «Εθνική Σχολή». Το προσκήνιο καταλαμβάνουν πρόσωπα και θεσμοί της νεότερης ελληνικής μουσικής που, μετά την αποκάλυψη της δημιουργίας του Νίκου Σκαλκώτα (1904-1949), τώρα συνδέεται και οργανικά με τη διεθνή πρωτοπορία: το 1962, πάντα, το Ινστιτούτο Γκέτε Αθηνών ιδρύει το Εργαστήρι Σύγχρονης Μουσικής, υπό το μουσικολόγο Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου (1915-2000, γνωστό ως «Νανάκο») και τον εγκατεστημένο στην Ελλάδα συνθέτη Gunther Becker: οι 50 συναυλίες του, ώς το 1971, άφησαν εποχή. 16 Δεκεμβρίου 1962, στο «Κεντρικό» δόθηκε η συναυλία του -οργανωμένου από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (Κωνσταντίνου Δοξιάδη) και χρηματοδοτημένου από τον Μάνο Χατζιδάκι- μουσικού διαγωνισμού που πρωτοπαρουσίασε στην Ελλάδα πρωτοποριακούς, μονίμως εγκατεστημένους ή σπουδάζοντες στο εξωτερικό: Ξενάκη, Λογοθέτη, Μαμαγκάκη, Αντωνίου, Ιωαννίδη, Τσουγιόπουλο, Γαζουλέα. Το 1965, με πρόεδρο το συνθέτη και παιδαγωγό Γιάννη Ανδρέου Παπαϊωάννου (1910-1989: απλώς συνεπώνυμο του «Νανάκου»), ιδρύεται ο Ελληνικός Σύνδεσμος Σύγχρονης Μουσικής (ΕΣΣΥΜ): εντελώς αποσυνδεδεμένος από το δικτατορικό καθεστώς, ανέπτυξε πλουσιότατη δράση, οργανώνοντας, μεταξύ πολλών άλλων εκδηλώσεων τις περίφημες 5 Εβδομάδες Σύγχρονης Ελληνικής Μουσικής: 1966, 1967 (προδικτατορικά), 1968, 1971, 1976 και τις Παγκόσμιες Μουσικές Ημέρες (1979). Το 1964-67 η Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών του Χατζιδάκι, επιπέδου υψηλού για την εποχή, έδωσε περί τις 20 συναυλίες με περίπου 15 πρώτες εκτελέσεις νέων ελληνικών έργων. Με τον ΕΣΣΥΜ και το «Εργαστήρι» συνεργάζονταν αρμονικότατα και θεσμοί της Θεσσαλονίκης: ήταν η χρυσή εποχή της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη» και του αλησμόνητου Γιάννη Μάντακα (1932-1998), εμψυχωτή της Χορωδίας του Μουσικού Τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, συνιδρυτή, με τον Uwe Martin, του Εργαστηρίου Νέας Τέχνης του Ινστιτούτου Γκέτε Θεσσαλονίκης.
(β) Πρόσωπα: Οσοδήποτε αμφιλεγόμενος για την ακρότητα ορισμένων θέσεών του, την εμπάθειά του προς όσους (συνήθως με κριτήρια υποκειμενικότατα) διέγραφε, για την προχειρότητα των κειμένων του και για τις πολύωρες διαλέξεις-ποταμούς του, ο Γιάννης («Νανάκος») Γ. Παπαϊωάννου υπήρξε κινητήριος παράγων πολλών θεσμών νέας μουσικής. Απείρως ουσιαστικότερη υπήρξε η διακριτική συμβολή του συνθέτη Γιάννη Ανδρέου Παπαϊωάννου και ως προέδρου του ΕΣΣΥΜ και ως μόνου παιδαγωγού που επί δεκαετίες, ώς το 1976, δίδασκε στην Ελλάδα νεότερες τεχνικές συνθέσεως. Η μεγάλη όμως προσωπικότητα -όχι απλώς της δεκαετίας αλλά του αιώνα- υπήρξε ο φιλόσοφος και συνθέτης Γιάννης Χρήστου (1925-1970) που με το τεράστιο κύρος του και ανέστειλλε τις ακρότητες του «Νανάκου» και πρόβαλλε στο εξωτερικό μια ώς σήμερα μοναδική εικόνα της μουσικής Ελλάδας.
Ο πρόωρος θάνατός του υπήρξε από τα μεγαλύτερα πλήγματα που δέχτηκε ποτέ ο νεοελληνικός πολιτισμός. Η απουσία του είναι αισθητή ακόμη και σήμερα... Το 1968, ως κεκλημένος της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα ο χαρισματικός Κινέζος αρχιμουσικός Τσου Χουΐ: η παρουσία του στην Ελλάδα (1968-78) μετά το γάμο του με την Ελληνίδα αρχαιολόγο Αλεξάνδρα Αυγεροπούλου, ευεργέτησε πολλαπλά τις ορχήστρες μας, ιδίως Λυρικής και Ραδιοφωνίας, με την οποία ηχογράφησε για πρώτη φορά 25 μεγάλα ελληνικά έργα: Λαυράγκα, Μητρόπουλου, Σκαλκώτα, Παπαϊωάννου, Καρυωτάκη κ.ά.
ΙΙ. ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΥΡΕΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΕΩΣ
Ο μύθος που θα δημιουργούσε περί εαυτό το χατζιδακικό Τρίτο Πρόγραμμα (1975-81) επισκίασε μια άδικα λησμονημένη αλλά όχι λιγότερο γοητευτική ραδιοφωνική «προϊστορία», ενός ΕΙΡ όπου συνεργάζονταν αρμονικότατα προσωπικότητες όπως οι Φοίβος Ανωγειανάκης και Σίμων Καρράς (επικεφαλής ειδικής επιτροπής, εμπόδιζαν διακριτικά την πόρθηση των κρατικών πομπών από τα αραβοϊνδολαϊκά κιτς), αλλά και παραγωγοί και υπάλληλοι που ταύτιζαν τη δουλειά τους με ένα όραμα και ένα μεράκι: Ολγα Καραζήση, Κίττυ Σολωμού, Τώνις Καράλη, Σοφία Μιχαλίτση, Λύρκα Καλαμπούση κ.ά. Απ' αυτό το ραδιόφωνο και από το Τρίτο Πρόγραμμα του 1958-75 μυήθηκε η γενιά μου στη μουσική.
Πρώτος προαγωγός του λαϊκισμού, ο «μαυρόασπρος» εμπορικός κινηματογράφος όπου σήμερα αναζητούμε με οδύνη την ανθρώπινη Αθήνα των παιδικών μας χρόνων, δυναμιτισμένη από τους Ταλιμπάν της καραμανλικής αντιπαροχής. Μετά το 1955, τον ώς τότε ποιοτικό ελληνικό κινηματογράφο και τις κωμωδίες του με ηθοποιούς όπως ο Αργυρόπουλος (το κατά Ψαθάν «Στραβόξυλο») ή ο Λογοθετίδης διαδέχονται τα αδιαλείπτως ευτελέστερα «μπουζουκομιούζικαλ», στα οποία θυσιάστηκαν μεγάλα υποκριτικά ταλέντα, αυτοκαταστρεπτικά αναπαράγοντας κάποιο «πιασάρικο» στερεότυπο... Την ίδια εποχή, από τις μουσικές σκηνές (υπέγραψε περίπου 60), ο Χατζιδάκις πέρασε στον κινηματογράφο, με το άλλοθι πάντα του βιοπορισμού (συνολικά έγραψε μουσική για 74 φιλμ): φτιαγμένος για μεγάλος συνθέτης, δεν δούλεψε ποτέ για κάτι τέτοιο, παρέμεινε μεγαλοφυής τραγουδοποιός κι αυτό τον έκαιγε μέχρι τέλους. Οπωσδήποτε εκείνος οπισθογράφησε με τα τραγούδια του το κορύφωμα του λαϊκισμού, το κατά Μελίνα και Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» (ξανά το μοιραίο 1962...) που εμφανίζει τους Νεοέλληνες ως εκφυλισμένους απογόνους κάποτε ευκλεών προγόνων. Κάτι ασφαλώς επιβλαβέστερο του Παρθενώνας - αμπαζούρ που ίσως ακόμη (ξε)πουλιέται στα πλακιώτικα καταστήματα Greek Arts...
Ενα προσωπικό ψυχολογικό δράμα, οι αδυναμίες του στη σοβαρή μουσική, έσπρωξαν το Χατζιδάκι στην πολιτιστικώς ολέθρια κατάργηση των εξ αντικειμένου υπαρκτών διαχωριστικών μεταξύ σοβαράς και ελαφράς μουσικής. Ομως, αν εκείνος μέχρι τέλους εξευγένιζε τη διπλοπενιά σε διακριτικό πιανιστικό «τρέμολο», σαρωτικότατος στάθηκε ο Θεοδωράκης (ώς τότε φέρελπις της σοβαράς), με το κατά Ελύτη «Αξιον εστί» (πάντα το μοιραίο 1962...), κακόγουστο συνδυασμό «συμφωνικής» γραφής και μπουζουκοτράγουδων. Με ατυχέστατο συνεπίκουρο την ιδεολογία, πολλούς παρέσυρε στο να φέρουν τάχα τη λόγια ποίηση κοντά στις λαϊκές μάζες, ξαπλώνοντάς την σε μελωδικές προκρούστειες κλίνες, ασχέτως αν μελοποιούν Λόρκα, Ελύτη ή τον εκλεπτυσμένο φιλόμουσο Σεφέρη. Ο οποίος, όπως αποκάλυψε η Ντόρα Τσάτσου-Συμεωνίδου στον υποφαινόμενο, καίτοι λίγο έλειψε να πάθει έμφραγμα όταν ο «Ψηλός» άρχισε να παίζει στο πιάνο το «Στο περιγιάλι το κρυφό», τελικώς... τον ευλόγησε.
Ακολούθησαν η δικτατορία, η σύλληψη και φυγάδευση του Θεοδωράκη στο εξωτερικό το 1968, η φυγή του Χατζιδάκι στη Νέα Υόρκη (επέστρεψε το 1972). Νέες δυνάμεις, ο τότε Διονύσης Σαββόπουλος και οι «μπουάτ» του Νέου Κύματος πρότειναν κάτι πολύ πιο καίριο και άμεσο. Ομως οι σπόροι του λαϊκισμού, της εκμαυλιστικής ισοπεδώσεως ανάμεσα στα είδη μουσικής φυτεύτηκαν τη δεκαετία 1960. Ασχετο αν οι πικροί ως άψινθος καρποί τους θα φύτρωναν αργότερα.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ - 03/07/2001
Συγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.