- Συζήτηση
Κοτλέ και πιτυρίδα
Το τραγούδι που ζει και βασιλεύει σήμερα βγάζοντας τυφλά λεφτά έγινε σε δοκιμαστικό σωλήνα, με ξένα μοτίβα και ντόπια λόγια συνθεσάιζερ. Ακόμα και ο Καρράς έγινε ποπ.
«Ο Μητροπάνος «έμπλεξε» με τραγούδια λαϊκίστικου διανοητισμού, σάμπως να μην τον χωράει πια «η στοίβα καλαμιές» οπού κοίμισε το πανελλήνιο επί εικοσαετία. »
Σε μια από τις γνωστές εκπομπές για το λαϊκό τραγούδι, ο φιλοξενούμενος Σταμάτης Κραουνάκης (με το ασκέρι του), όταν ρωτήθηκε για την παράδοση, το λαϊκό και το ρεμπέτικο, δεν έχασε την ευκαιρία να αποστραφεί όχι το τραγούδι, αλλά τους διαχειριστές του με το αμίμητο «κοτλέ και πιτυρίδα», που δε χρειάζεται σχόλια
.
Μουσικοί δεν είμαστε, καίτοι διατηρούμε κάτι σβησμένες αγάπες με τη μούσα, παραταύτα γνωρίζουμε από πρώτο χέρι και αυτί τις πίστες, τα κέντρα και τους χορευταράδες. Δεν είναι χώροι που προσφέρονται για να βυσσοδομήσεις εναντίον τους και να τους μεμφθείς, απεναντίας μάλιστα: όπου το ήθος απογυμνώνεται και, χωρίς να το ξέρει, καλεί σε βοήθεια τον εαυτό του, ο νους του θεατή αρχίζει τα παράταιρα ταξίδια.Τη δεκαετία του 80 κάποιοι παλιοί που ήξεραν να λένε νέες κουβέντες, διαπίστωναν ότι οι νέοι δεν τραγουδάνε πια. Μα με τόσες μουσικές που ακούνε είναι δυνατόν να μη σαλεύει το χειλάκι τους; Και όμως δε σαλεύει. Δε λείπει βέβαια και ο καλλίφωνος που ξεντροπιάζει την παρέα, αλλά ο κανόνας είναι η μούτα. Μόλις γεννιέται η ανάγκη για άσμα καθώς οι μποτίλιες αδειάζουν και τα τασάκια ξεχειλίζουν, αμέσως στρέφονται στα ηλεκτρόφωνα, στις κασέτες, στους δίσκους και στα σι ντι. Το μηχάνημα, με άλλα σκληρά λόγια, χτύπησε κατάκαρδα την παραδοσιακή παρέα της αφαίρεσε τη φωνή και την κατέστησε διά μιας ακροάτρια. Λες σε κάποιον να σου θυμίσει ένα ρεφρέν και παρευθύς, αντί να το μουρμουρίσει, σπεύδει να βρει το σι ντι.
Και όμως, η νεολαία χορεύει. Είναι γεγονός. Ζεϊμπεκιές, τσιφτετέλια, χασάπικα, τσάμικα, νησιώτικα δίνουν και παίρνουν. Στα κέντρα μάλιστα οι πίστες βογκάνε από τον ορυμαγδό των πελατών που κυκλώνουν τον τραγουδιστή, και όσοι περισσότεροι τόσο χειρότερα. Αυτή η χαζο-οχλοκρατία είναι δυνατόν να εκφράζει την ανοιχτή καρδιά και το ξέσπασμα; Οι επαΐοντες αποφαίνονται ότι ο κόσμος δε φταίει· αγνοεί το χορό επειδή απλούστατα δεν είδε ποτέ να χορεύουν. Δεν ντρέπεται για τα καραγκιοζιλίκια που κάνει επειδή δεν ξέρει να ντραπεί.
Πού να το δει το τσιφτετέλι η τάδε ευειδής ατθίδα; Η παλιά κοινότητα, το παλιό ήθος εξερράγη και καλά έκανε, με αποτέλεσμα να γίνει χίλια κομμάτια που μας βρήκαν ξώφαλτσα και ξέβαψαν πάνω μας σαν αμαρτίες. Μετά τον πόλεμο η χώρα μπήκε σε ταχύρρυθμη πορεία μετασχηματισμού. Ο επαρχιώτης έμαθε να μιλάει αθηναϊκά. Ήρθε για να ξεχάσει και τα κατάφερε λαμπρά. Έβγαλε από πάνω του το χωριό, το ντρίλινο και τη βλάχικη προφορά. Εκσυγχρονίστηκε, έμαθε να κάνει καθημερινό ντους, μόνο πού η φυγή προς το μέλλον σπάζει συχνά τον αυχένα της και κοιτάζει τα περασμένα. Πιο σωστά, τα ακούει μέσα από τις λαϊκές μουσικές και τα τραγούδια, οπότε το ζήτημα είναι ιατρικό: μπορεί να κοιταχτεί μέσα στα τραγούδια του;
Μόνο συμπάθεια μπορεί να νιώθει κανείς για τη στρατιά των διασκεδαστών που χαλάνε τον κόσμο γύρω τους, βάζουν τις μουσικές στη διαπασών των φωνών σάμπως να αναμένουν τη μαγική έλευση που ατυχώς δεν έρχεται. Αλλά και οι τραγουδοποιοί πλέον είναι άξιοι συμπαθείας, διότι έχουν μπει στα κακά στενά: εφόσον οι παλιοί τρόποι δεν συγκινούν πια, τι να γράψουν γι αυτές τις άμουσες νέες ψυχές που δεν τις ξέρουν;
Ό,τι είναι «καλό» ανήκει στο παρελθόν. Λαλάνε τα κλαρίνα, παίζουν τα μπουζούκια και τα ζητιανόξυλα με άλλα λόγια, το παρελθόν επιτίθεται αναστημένο και άλλη λύση δεν υπάρχει: γυρνάς το ρολόι του χρόνου πίσω και παραδίδεσαι. Δεν ξέρουμε πια γιατί στο ζεϊμπέκικο χτυπάνε το πάτωμα με το χέρι (= απευθυνόμενοι στους νεκρούς...), αλλά το χτύπημα δίνεται κατ αντιγραφή, στα κούφια. Αγνοούμε τι σημαίνει ο κορυφαίος στο τσάμικο (=που σέρνει πίσω του όλη την κοινότητα), αλλά η κορυφή υπάρχει και ποδοκτυπιέται παραδοσιακά. Σε κάθε χορό πενθεί η ξεχασμένη Ελλάδα, τα τούρκικά της (=ζειμπέκ, τσιφτ, ουσάκ), τα τσάμικά της και ούτω καθ εξής.
Ένα από τα πλέον σημαδιακά πράγματα είναι ότι κάθε γιορτή στεγαστή ή υπαίθρια εξελίσσεται παλινδρομικά: ενώ αρχίζει με μπουζουκοφιλολογία, εξαντλώντας ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια, τελικά καταλήγει με τσάμικα, καλαματιανά και νησιώτικα. Έτσι οι νέοι συνθέτες αμηχανούν (τι να γράψουμε γι αυτούς τους τσφτετελο-καλαματιανούς;), και οι ακροατές διχάζονται (όσο ξεχνάμε το παρόν μας βρίσκουμε το μέσα μας ).
Μπορούμε να μιλάμε πια για νεολαία που δεν έχει χορό της ηλικίας της. Αυτό είναι αλήθεια. Και τραγούδι πιθανώς. Ενδεικτική παραμένει η σκηνή όπου τραβούν κάποιον νεαρό για να χορέψει κι αυτός αμύνεται, αντιδικεί, στηλώνει τα πόδια, λες και πάνε να τον ρίξουν στο πηγάδι. Πού να πάει και τι να δείξει; Τα λίγα βήματα προς την πίστα είναι μεγάλο ταξίδι από το τώρα στο άλλοτε, από την πιάτσα του ίντερνετ οπού όλοι ξενοφωνούν στο αλωνάκι οπού θάφτηκαν οι περασμένες δεκαετίες. Τυχαίο είναι μήπως ότι το τραγούδι που ζει και βασιλεύει σήμερα βγάζοντας τυφλά λεφτά έγινε σε δοκιμαστικό σωλήνα, με ξένα μοτίβα και ντόπια λόγια συνθεσάιζερ; Ακόμα και ο Καρράς έγινε ποπ.
Τελικά αξίζει να εκλεπτύνουμε τη μελαγχολία μας ακούγοντας και θωρώντας τις καλές φωνές που κινδυνεύουν να μείνουν άνεργες. Ο Μητροπάνος «έμπλεξε» με τραγούδια λαϊκίστικου διανοητισμού, σάμπως να μην τον χωράει πια «η στοίβα καλαμιές» οπού κοίμισε το πανελλήνιο επί εικοσαετία. Ο Θέμης Αδαμαντίδης αγέλαστος και σοβαρός παραμένει με παλιό καζαντζιδικό φυλλάδιο, όσο για τον Μητσιά (παλιός ακόμα και ενδυματολογικά) κάθεται σιωπηλός στην όχθη και βλέπει τα χαζοτραγουδάκια να περνούν.
Συγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.