- Συζήτηση
«Οι κόσμοι της λαϊκής τέχνης: ο Τσιτσάνης»
Η πρώτη μου γνωριμία με τον κοσμαγάπητο αυτό λαϊκό μουσουργό έγινε σ' ένα φιλικό σπίτι, όπου πήγε με πρόθυμη καλοσύνη μια βραδιά με το συγκρότημα του, για να τον ακούσουν κι εκείνοι πού δεν μπορούν να πάνε στο μακρινό συγκρότημα όπου παίζει.
Το άκουσμα τού Τσιτσανη στάθηκε πραγματικά για μένα μία αποκάλυψις. Και μου επιβάλλεται σήμερα να τού αφιερώσω την επιφυλλίδα αυτή σαν μία «έντιμη υποχρέωση» απέναντι των όσων κατά καιρούς είχα γράψει εναντίον των ρεμπέτικων τραγουδιών, πού τόσοι νοθεύουν κάθε μέρα. Τα «ρεμπέτικα» τού Τσιτσάνη είναι ένα μουσικό «είδος» αξιοπρόσεχτο και μεστό από καλλιτεχνική ουσία άξια να μελετηθεί από την κάθε πλευρά της και πριν απ' όλα για τα γενεσιουργά φυλετικά γνωρίσματα πού παρουσιάζει. Τη μουσική αυτή κραδαίνουν ολοζώντανα εθνογραφικά στοιχεία, πού είναι πάντα oι παντοδύναμοι παράγοντες της εθνικής τέχνης, κι επιβάλλονται με τη δημιουργική πνοή τους και με τον αυθορμητισμό του μουσικού ένστικτου στο θαυμασμό και των μυημένων μουσικών και τού πλήθους.
Γι αυτό η ρεμπέτικη αυτή μουσική στην πρωτόγονη κατ' επιφάνεια μορφή της, παρουσιάζει συχνά μία θελκτική πολυμορφία με τις πλούσιες κλίμακες και τις απειροστές υποδιαιρέσεις τους, με την ποικιλία των διατονικών τρόπων και των εσωτερικών υποδιαιρέσεων της οκτάβας. Αν εμβαθύνομε λίγο στη μελέτη των τρόπων αυτών, δεν θα αργήσομε να βρούμε μίαν αντιστοιχία με τους Βυζαντινούς τρόπους, πού προσδίνουν τον χαρακτήρα τους στην ιδιότυπη αυτή μουσική. Με τούς αδιάλειπτους και αδιάσπαστα συνεχόμενους αυτούς κρίκους των μουσικών αιώνων, πλέκεται o μεγάλος κύκλος της ενότητας της Ανατολικής μουσικής, από την οποίαν οι πολυμήχανοι Ρώσοι εθνικισταί και οι Ισπανοί της νεωτέρας σχολής ήντλησαν ζωτικότατα στοιχεία.
Η ενότης αυτή, η γεμάτη μυστικοπάθεια στις ιδιότυπες μολπές της, διατηρείται μ' έναν αναλλοίωτο χαρακτήρα με τον εμβρυώδη λυρισμό της, με τούς εμμόνους μετρικούς ρυθμούς της και την προνομιούχο φραστική όλων των νοσταλγικών συναισθημάτων της μοναξιάς, των χωρισμών, της βαρύθυμης λύπης, της νοσταλγικής λαχταράς. Κι όταν ακόμα ξεσπάει το ξέφρενο κέφι ενός άκρατου διονυσιασμού, τα τραγούδια αυτά δεν εκτροχιάζονται από τον κυρίαρχο ρυθμό τους, γιατί ο συνθέτης τους υπακούει εξίσου στο αυστηρό υποσυνείδητο της τέχνης, όσο και στο παντοδύναμο ένστικτο πού τον κατευθύνει.
Ο Τσιτσανη είναι ένας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης. Θα 'λεγα καλλίτερα, αυτοσχεδιαστής, σαν τον περίφημο εκείνο Ουγγαρέζο Γκέζα Τσάρνακ, πού θαύμαζε τόσο ο Λίστ, κι έτρεμε μην τύχη και σπουδάσει μουσική, για να διατηρήσει παρθενική και αναλλοίωτη την ορμέμφυτη δύναμη τού μουσικού του ένστικτου. Αμφιβάλλω πολύ αν ο Τσιτσανης θα μπορούσε να γράψει τα τραγούδια του εναρμονίζοντας αυτά για την μικρή του ορχήστρα. Δύο μπουζούκια, μία κιθάρα, μια φυσαρμόνικα κι ένα πιάνο, αυτή είναι όλη η ορχήστρα πού διευθύνει παίζοντας ο ίδιος το πρώτο μπουζούκι και τραγουδώντας με αισθαντικότητα όσο και σεβασμό τού στυλ πού έχει καθιερώσει ο ίδιος στη μουσική του. Σολίστ τού τραγουδιού είναι η Μαρίκα Νίνου, μια νέα με ωραία φωνή, γεμάτη περιπάθεια, πού μένει πάντα υποταγμένη στα κελεύσματα μιας ευγενικής στα ειδώς της τέχνης, χωρίς να ξεπερνά ποτέ αυθαίρετα τα σύνορά της.
Η τέχνη αυτή έχει μια σύμφυτη ευγένεια, κι ένα λαϊκό αριστοκρατισμό. Τα «ρεμπέτικα» τραγούδια τού Τσιτσανη είναι ορθόδοξα και σεμνά, με αγνή συναισθηματική προέλευση. Χωρίς ίχνος παρεκτροπής, ούτε κακόζηλα διφορούμενα, όπως μερικά πού ακούμε στο ραδιόφωνο ή σε ειδικές ταβέρνες. Στις στροφές και την επωδό τους, μουσικώτατα χρωματισμένα, αποβλέπουν πριν απ' όλα στην αγνή συναισθηματική συγκίνηση. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι ένα υποβλητικώτατο ψυχικό τοπίο, πού μεταγγίζει ακέραια στον ακροατή τη σκιερή του ατμόσφαιρα. Το «Όνειρο της αδελφής» στην απλοϊκή του εξελίξει ανιστορεί τον στοργικό πόνο της νέας για τον αδελφό της πού πολεμά για την πατρίδα. Τον βλέπει στο όνειρο της και λέει στη μάνα της πώς αυτό είναι καλό σημάδι. Το τραγούδι τελειώνει με μια θερμή επίκληση των δύο γυναικών στην Παναγία, μιαν αγνότατη προσευχή παλλόμενη από ζωφόρο ελπίδα. ʼκουσα ακόμα από το μουσικώτατο αυτό συγκρότημα το «Βίρα στην άγκυρα, παιδιά» με τη συναρπαστική επωδό, πού ανασταίνει οράματα ενθουσιασμού και θριάμβων. Τα «Δυο Παιδιά», Το «Στρώσε μου να κοιμηθώ» κρύβουν μέσα τους αδιαμφισβήτητα Βυζαντινά στοιχεία οικογενή και προσαρμοσμένα στην πηγαία έμπνευση τού συνθέτη και στους ρευστούς ρυθμούς του.
Μα ο Τσιτσανης δεν είναι μόνο σύνθετης τραγουδιών, ποιητής και μουσικός εξίσου. Είναι και σολίστ τού μπουζουκιού, πού ανυψώνει το λαϊκό αυτό όργανο σε ανώτερα μουσικά εδάφη και δικαιολογεί στην εντέλεια όλες τις βιρτουοζικές του αξιώσεις. Το θερμό του βιμπράτο δεν έχει τίποτε το τσιγγάνικο. Οι μελωδίες πού εισηγείται με τόση αυτοπεποίθηση έχουν ένα ραψωδικό χαρακτήρα, πού μας φέρνει αναδρομικά σε πολύκρουνες φυλετικές πηγές. Ο τολμηρός αυτός αυτοσχεδιαστής δεν ξενίζει κανένα. Και ο πιο θωρακισμένος από προκατάληψη ακροατής του αφοπλίζεται εμπρός στην εξαιρετική αυτή προσωπικότητα πού δεν έχει κανένα εγωκεντρισμό, ούτε συναίσθηση της άξίας του, κι αιχμαλωτίζει μόνο με την απόλυτη ειλικρίνεια και τη γοητεία της μουσικής του. Είναι προφανές ότι οι συνεργάται του τον λατρεύουν. Αυτοί έδωσαν και στα σόλι τού μπουζουκιού πού παίζει έναν τίτλο πού συγκινεί με τον απλοϊκό αυθορμητισμό του: «Τα Ωραία τού Τσιτσανη».
Στα «Ωραία» αυτά αυτόσχεδιάσματα τις περισσότερες φορές - οι πιστοί του συνεργαται προσθέτουν κάποτε και μια δική τους δειλή υπόκρουση, πού εντείνεται στους δυναμικούς ρυθμούς τού πηγαίου «ατρελλεράντο» τού σολίστ. Το μικρό αυτό μουσικό σύνόλο είναι θαυμαστό για την ομοιογένεια και τη διαβάθμιση των ηχητικών χρωματισμών πού λείπουν συνήθως από κάθε άλλη λαϊκή μουσική δημοτικών τραγουδιών. Η κυριαρχία τού διατονικού γένους και η επίμονη αποφυγή καταχρήσεως των χρωματικών κλιμάκων και των έπηυξημενων δευτέρων, δίνουν στη μουσική αυτή ένα Δωρικό χαρακτήρα πού την εξευγενίζει.
Όλα αυτά εκδηλώνονται υποσυνείδητα και γι αυτό ακόμα επιβλητικότερα από τον προνομιούχο δημιουργό της πού διεκδικεί -να το επιζητήσει- δικαιωματικά τη συγκινημένη προσοχή μας. Το ομαδικό δημοψήφισμα των λαϊκών μαζών έχει ήδη αναδείξει τον σεμνό αυτόν Έλληνα μουσικό σε μία ξεχωριστή θέση. Θα ήθελα πολύ να υποβάλω την ιδέα μιας συναυλίας συστηματικής Τσιτσανη στο «Κεντρικό» ή στον «Παρνασσό», για να γνωρίσει πλατύτερα ο μουσικόφιλος κόσμος και όλοι οι μουσικοί μας, μια πρωτόφαντη Ελληνική ιδιοφυΐα πού κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τι μας επιφυλάσσει ακόμη στο μέλλον. Πάντως έχω την πεποίθηση πώς στη συναυλία αυτή θα σημειωθεί κοσμοπλημμύρα. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος ν ακουσθούν «Τα Ωραία τού Τσιτσανη» μέσα σε άδεια παγερή σάλα, όπως συνήθως συμβαίνει με τόσους «διάσημους» ξένους καλλιτέχνες πού έρχονται στας Αθήνας.
Συγγραφείς:
Αναφέρεται σε:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.