- Συζήτηση
Οι μαγκίτισσες και το ζεϊμπέκικο αερόμπικ
Η συζήτηση αν ο ζεϊμπέκικος είναι μόνο αντρικός χορός έχει πια μόνο θεωρητική αξία, αφού οι απανταχού πίστες γεμίζουν τα Σαββατόβραδα από ισάριθμους άντρες και γυναίκες. Μια εικόνα αδιανόητη για τον Μάρκο Βαμβακάρη, που προπολεμικά σχολίαζε τραγουδιστικά το γεγονός ότι και «οι γκόμενες φορέσανε τραγιάσκες»! Εκτοτε, όμως, και παντελόνια φορέσανε, και σοφερίνες γίνανε, και στο στρατό πηγαίνουνε, και... ζεϊμπέκικο χορεύουνε.
Στα λαϊκά κέντρα προηγήθηκαν οι γυναίκες ελευθερίων ηθών που πήγαιναν στα μπουζούκια χωρίς τη συνοδεία αντρών και αργότερα οι τραγουδίστριες που σηκώθηκαν από τις καρέκλες και κατέβηκαν στις πίστες με το μικρόφωνο στο χέρι και την πλάτη γυρισμένη στους μουσικούς, τραβώντας πάνω τους όλη την προσοχή των θαμώνων. Μετά ήρθε και η σειρά των καθωσπρέπει γυναικών. Οι πιο τολμηρές σηκώθηκαν κάτω από βλέμματα επιτίμησης αλλά και κρυφού θαυμασμού, για να χορέψουν ζεϊμπέκικο. Οι γυναίκες, διεκδικώντας ισοτιμία στα κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα, ένιωσαν την ανάγκη να εκφραστούν κι αυτές μέσα από έναν χορό που επιτρέπει στα συναισθήματα να εκδηλωθούν πολύ παραστατικά, αυθόρμητα και δημιουργικά.
Ο «γυναικείος ζεϊμπέκικος» υπακούει στους ίδιους κανόνες, αλλά διαφέρει από τον αντρικό στις κινήσεις και στο συμβολισμό. Οπως και ένα «τσιφτετέλι αντρικό» δεν είναι σαν το γυναικείο, γιατί ενώ το κούνημα και τρεμούλιασμα του στήθους, της κοιλιάς και των γοφών είναι πολύ ερωτικό όταν γίνεται από τη γυναίκα, είναι εντελώς αντιερωτικό από τον άντρα, έως και παρεξηγήσιμο! Γι' αυτό, οι άντρες όταν δεν μιμούνται αδέξια τις κινήσεις των γυναικών, χορεύουν το τσιφτετέλι σαν σέικ ή απλώς «πλαισιώνουν» την παρτενέρ τους.
Για τη σημερινή μετάλλαξη του ζεϊμπέκικου σίγουρα δεν φταίνε οι γυναίκες. Ούτε οι γυναίκες που ήθελαν να χορέψουν ούτε οι γυναίκες που τραγουδούσαν. Και είναι υπέροχα τα ζεϊμπέκικα που ερμήνευσαν με ανεπανάληπτο τρόπο η Στέλα Χασκίλ, η Σωτηρία Μπέλλου, η Πόλυ Πάνου, η Καίτη Γκρέυ, η Ρίτα Σακελλαρίου και πολλές άλλες μέχρι σήμερα.
Παλιότερα, τα ζεϊμπέκικα κατά κανόνα γράφονταν από άντρες για άντρες. Γι' αυτό, κατά κανόνα, και το αντικείμενο του πόθου είναι η γυναίκα. Ακόμα και οι τραγουδίστριες αντρικά ζεϊμπέκικα ερμήνευαν! Βέβαια, αναφερόμαστε σε τραγουδίστριες που ζούσαν με τον ίδιο τρόπο ζωής, που ήταν μαγκίτισσες, όπως έλεγε ο πάντα πρωταγωνιστής των εξελίξεων Τσιτσάνης που έβαλε τη Μπέλλου να τραγουδήσει «Οταν μείνεις χήρα ζωντοχήρα... θα μετανοήσεις και θα με ζητήσεις, πανούργα...» (1948) ή «Σαν απόκληρος γυρίζω, στην κακούργα ξενιτιά, περιπλανώμενος δυστυχισμένος μακριά από της μάνας μου την αγκαλιά» (1951), και τη Μαρίκα Νίνου να πει «Απ' της γυναίκας το νταλκά να φύγω, να γλιτώσω»!
Μάλιστα, μέχρι να περάσουν όλα τα γυναικεία τραγούδια στις γυναίκες, πολλά γυναικεία ζεϊμπέκικα τα τραγουδούσαν αρσενικοί τραγουδιστές!! Το 1951, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, με τη βαριά και πολύ αντρική φωνή του, τραγουδούσε χωρίς να ενοχλείται ή να ενοχλεί «Είμαι μια δυστυχισμένη»!
Σταδιακά όμως, με τη γυναίκα σε ρόλο αναβαθμισμένο -κυρίως μέσα από την ισότιμη συμμετοχή της στην αντίσταση- τα γυναικεία ζεϊμπέκικα κέρδιζαν έδαφος! Δηλαδή, η γυναίκα από κατηγορούμενο γινόταν υποκείμενο και ο άντρας από υποκείμενο γινόταν κατηγορούμενο! «Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις να σου πουν ποια είμ' εγώ. Είμ' εγώ γυναίκα φίνα, ντερμπεντέρισσα, που τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα», τραγουδούσε η Χασκίλ, ήδη από το 1947.
Πάντως, για πολλά χρόνια ακόμα, ήταν λίγες οι γυναίκες που είχαν το θάρρος ή το θράσος να σηκωθούν να χορέψουν ένα ζεϊμπέκικο. Καθώς όμως αποκτούσαν δικαιώματα, επαγγελματικά, νομικά, οικογενειακά κ.λπ., ξεθάρρευαν. Εξάλλου, ήταν αρκετοί αυτοί που τις έβλεπαν με καλό μάτι γιατί με την παρουσία τους ανέβαιναν τα ερωτικά ντεσιμπέλ στα μαγαζιά. Οσοι ενοχλούνταν από τη βεβήλωση του αντρικού χορού διαμαρτύρονταν, αλλά έδειχναν ανοχή όταν οι γυναίκες χόρευαν αυστηρά και μετρημένα, σαν άντρες.
Ο Τσιτσάνης γούσταρε να βλέπει γυναίκες να χορεύουν μπροστά του: «Οποιος είναι ωραίος και χορεύει ωραία και όποιος έχει μαγκιά, ανεξαρτήτως φύλου, δικαιούται να χορέψει», μου έλεγε χαμογελώντας. Και σε επιβεβαίωση, όταν ετοιμάζαμε στο στούντιο τις «12 νέες λαϊκές δημιουργίες», το 1977-78, συνειδητά συμπεριέλαβε το τραγούδι του «Μοντέρνες και μαγκίτισσες, οι πριγκηποαλήτισσες, οι Αθηναίισσες, τα βράδια τρέχουν να βρουν ρεμπέτικη γωνιά κι όλα τα δίνουν για μια ρεμπέτικη πενιά. Κι αφού καθίσουν και τα πιουν, και στα μεράκια τους να μπουν, θα διατάξουνε ένα φίνο ζεμπεκάκι. Να το χορέψουνε τρελά, που θα τρομάξει ακόμα κι η μαγκιά!».
Στα κινηματογραφικά και θεατρικά μιούζικαλ, οι σκηνοθέτες και οι χορογράφοι, επηρεασμένοι από το Χόλιγουντ, «στόλιζαν» το ζεϊμπέκικο με φιγούρες από μοντέρνους χορούς και στις τουριστικές ταβέρνες οι χορευτές πρόσθεταν άλματα και κωλοτούμπες για να εντυπωσιάσουν την πελατεία τους. Στα μπουζουξίδικα, από τα χρόνια της χούντας, επικρατούσε μια νεοπλουτίστικη ατμόσφαιρα με χορευτές που προσπαθούσαν να κρατήσουν την ισορροπία τους πάνω σε χιλιάδες σπασμένα πιάτα! Η ιδιωτική τηλεόραση νομιμοποίησε τον εκφυλισμό με αγουροξυπνημένα μοντέλα που χορεύουν ζεϊμπέκικο στα πρωινάδικα! Οι τραγουδιστές έγιναν πιο light και τα νεολαϊκά πιο νερόβραστα, μέχρι ζεϊμπέκικα χωρίς μπουζούκι! Και το χειρότερο: τα μαγαζιά με τις φίρμες έχασαν τις ανθρώπινες διαστάσεις τους και μετατράπηκαν σε αλάνες και αρένες, με δεκάδες ανθρώπους να σπρώχνονται και να πατιούνται στις ασφυκτικά γεμάτες πίστες! Μάλιστα, επειδή η επιτυχία κρίνεται από το μέγεθος του συνωστισμού, πολλοί τραγουδιστές ενθαρρύνουν τους πελάτες να ανέβουν στην πίστα για «στριμωξίδι»! Και δώσ' του ζεϊμπέκικα στη σειρά, non-stop και ποτ-πουρί!
Και μετά... το χάος. Μέσα σ' αυτή τη «φιλελευθεροποίηση», ο ζεϊμπέκικος έχασε βασικά συστατικά γνωρίσματα και από κατ' εξοχήν αντρικός ατομικός χορός έγινε μαζικός και γιούνισεξ. Αποδεσμεύοντας τον ζεϊμπέκικο από εσωτερικές ψυχικές διεργασίες και συμβολισμούς, τον τυποποίησαν στις σχολές χορού, ενώ όπως φτάνει σε μας από το ρεμπέτικο τραγούδι, είναι καθαρά αυτοσχεδιαστικός, σαν ψυχικό αποτύπωμα του χορευτή, εντελώς προσωπικό. Στον ζεϊμπέκικο δεν υπάρχουν καθορισμένες χορευτικές κινήσεις, αλλά αυστηρή ρυθμική αγωγή και ελεύθερη περιδίνηση μέσα στην οποία ο χορευτής αυτοσχεδιάζει ανάλογα με την κουλτούρα, το ταλέντο και τις εσωτερικές του εντάσεις. Οι «καινοτομίες» αλλοίωσαν ριζικά το περιβάλλον του λαϊκού τραγουδιού και επηρέασαν το στιλ και τη μορφή του χορού, με αποτέλεσμα πολλοί να χορεύουν ζεϊμπέκικο σαν μπαλαρίνες ή ακροβάτες!
Η ακραία αντίδραση του Νίκου Κοεμτζή που κατέληξε σε αιματοχυσία, το 1973, όταν μια παρέα θαμώνων δεν σεβάστηκε το δικαίωμα του αδερφού του να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο μόνος του στην πίστα, ίσως σηματοδοτούσε το τέλος της εποχής που ο ζεϊμπέκικος χορευόταν λιτά και ατομικά με όλο το βάρος και τη σημασία του. Μέχρι τότε, ο χορευτής συντόνιζε τις κινήσεις του με το νόημα του τραγουδιού και έστελνε σήμα στους γύρω του, στην παρέα και κυρίως στη συνοδό του, ότι υπερασπίζεται την αυθυπαρξία του, ότι είναι γεμάτος αισθήματα και ότι ξέρει τι θέλει. Μια πολύ έντονη προσωπική στιγμή αυτοσυγκέντρωσης και έκφρασης, που αν την χαλάσεις, ο χορευτής θα ταπεινωθεί ή θα αμυνθεί.
Αλλά και στο Χάραμα, δεν ήταν πια σίγουρο ότι μπορούσε κανείς να χορέψει ανενόχλητος, γι' αυτό αναγκαζόταν ο Τσιτσάνης να προειδοποιεί τους πελάτες ότι το τραγούδι είναι παραγγελία. Και αρκετές φορές, όταν επρόκειτο για τακτικό πελάτη ή φίλο, τον παρουσίαζε από μικροφώνου. Κυρίες και κύριοι, τώρα θα χορέψει η Αννα, ή ο Γιάννης Τσαρούχης! Και τότε, κανένας άλλος δεν θα σηκωνόταν στην πίστα όσο ο μεγάλος ζωγράφος χόρευε το «Θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις...».
Στο σύγχρονο περιβάλλον, εν μέσω γενικού χαβαλέ, δεν μπορεί να χορέψει ένας μερακλής από καημό και μεράκι. Ο προσωποπαγής ζεϊμπέκικός του δεν χωράει στο σκηνικό της μαζικής διασκέδασης, όπου ο συμβολισμός τσαλακώνεται και ο χορός από ψυχοσωματική έκφραση γίνεται αερόμπικ! «Το να χορεύεις ζεϊμπέκικο με άλλους σαράντα, είναι σαν να χορεύεις καλαματιανό μόνος σου», μου είπε κάποτε με πικρία ένας παλιός μου φίλος που σηκωνόταν να χορέψει μόνο τις πρωινές ώρες, όταν το μαγαζί που διασκέδαζε είχε σχεδόν αδειάσει από πελάτες.
Παρ' όλα αυτά, ο ζεϊμπέκικος παραμένει βαθιά ριζωμένος στην κουλτούρα μας. Δεν είναι καθόλου συμπτωματικό που ο Ανδρέας Παπανδρέου χόρευε μόνο ζεϊμπέκικο, ο γιος του, ο Γιώργος, ως υπουργός Εξωτερικών επεξέτεινε τον συμβολισμό του στις διεθνείς σχέσεις και ο νυν πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είναι πιστός θιασώτης του ζεϊμπέκικου.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ο ζεϊμπέκικος είναι εξαιρετικά δημοφιλής στη νέα γενιά. Και ότι ο σωστός ζεϊμπέκικος δεν χάθηκε, αλλά βρίσκει καταφύγιο σε μερικά ρεμπετάδικα, κουτούκια, μουσικά σχολεία, γιορτές και φιλικές και οικογενειακές συνάξεις όπου οι άνθρωποι αισθάνονται οικεία και αφήνουν τον εσωτερικό τους κόσμο να εξωτερικευθεί. Και λίγο πιο έξω, εκεί που περισσεύει η νοσταλγία, η ομοψυχία και η αλληλεγγύη, στα στέκια που συχνάζουν οι φαντάροι, στο ΚΨΜ ή στην καφετέρια του χωριού, υπό την επήρεια της πανταχού παρούσας γυναίκας -μάνας, αδερφής, αρραβωνιάρας- μπορείς ακόμα να δεις ζεϊμπεκιές -σαν ζωγραφιές του Τσαρούχη- που θα σε συγκινήσουν.
7 - 06/03/2005
Συγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.