- Συζήτηση
Ο άλλος Πετρόπουλος
Ποιος είναι, επιτέλους, ο Ηλίας Πετρόπουλος -και τι κομίζει, τελικά, στη γραμματεία μας; Ας το ομολογήσουμε: δεν γνωρίζουμε. Καίτοι έχει εκδώσει περί τα ογδόντα βιβλία, και έχει δημοσιεύσει γύρω στα χίλια άρθρα, δεν διαθέτουμε ούτε μία ουσιαστική μελέτη για την αποτίμηση του έργου του -ούτε καν μία συστηματική βιοεργογραφία! Αρα, τις εστί;
Αναμασάμε, συνεπώς, τα ίδια: μελετητής, ερευνητής του αμελητέου, λαογράφος, εικονοκλάστης, σκανδαλοθήρας, αυθαίρετος, υβριστής, κυνικός, προκλητικός («τα θέματα των βιβλίων μου είναι προκλητικά», διευκρινίζει, «αλλά θα ήθελα να με θυμούνται για το πάθος μου»), ασυμβίβαστος, αποκαθηλωτής κατεστημένων αξιών, προσώπων και αντιλήψεων, (αλλά και) ποιητής, μεταφραστής, λεξικολάτρης, συλλέκτης, λάτρης του κινηματογράφου, μέγας χρήστης της φωτογραφίας (την οποία ανήγαγε σε αφηγηματικό ισοδύναμο), κατασκευαστής κολάζ, σωστό λαγωνικό στην ανακάλυψη καλλιτεχνών (σκιτσογράφων, γελοιογράφων και, πάνω από όλα: ζωγράφων), παθιασμένος με την τυπογραφία (κατασκευάζει -κυριολεκτικώς- τα βιβλία του σε όλα τα στάδια της παραγωγής και τα εικονογραφεί δαψιλέστατα, όλα δε αυτά εξ αποστάσεως, εκ Παρισίων, άρα και αλληλογράφος και ρέκτης του τηλεφώνου) -ο κατάλογος μοιάζει ατελείωτος, θα μπορούσαν να προστεθούν πολλά ακόμη, υπέρ ή κατά, πλην το ερώτημα που πλανάται, ή (καλλίτερα) η απορία είναι πώς καταφέρνει και τα κάνει όλα αυτά;
Εργαζόμενος -αγρίως. Τέρας μνήμης και αντοχής, με δαιμόνιο οργάνωσης και ταξινόμησης του υλικού του, ακούγοντας μουσική από τα μαύρα μεσάνυχτα (ρεμπέτικα και τζαζ), κάθιδρως και με ανεμιστήρες να βουίζουν γύρω του...
Το έργο του προσφέρεται για πολλαπλές προσπελάσεις και αναλύσεις. Είναι κρίμα, π.χ., και απορίας άξιον, που ακόμη δεν έχει γραφεί μια μελέτη για την κραυγαλέα σχέση Πετρόπουλου - εικαστικών. Στα βιβλία του χρησιμοποιεί συστηματικά έργα μιας λαμπρής πλειάδας ζωγράφων -καταξιωμένων, πρωτοποριακών ή και νεογενών. Σικελιώτης, Καραβούλης, Φασιανός, Τσόκλης, Καναβάκης, Bastow, Topor, κ.ά., κ.ά. πάνε κι έρχονται μέσα στα βιβλία του. Στον Κουραδοκόφτη εμπιστεύεται (και πάλι) προμετωπίδα και εξώφυλλο στον νεώτατον Αλέξη Βερούκα.
Η αθρόα χρησιμοποίηση εικονογραφικού υλικού στα βιβλία του Πετρόπουλου δημιουργεί εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι επιδιώκει την εξοικονόμηση κειμένου: είναι περίεργο, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο! Ο αναγνώστης καλείται να παρατηρήσει και να σχολιάσει στοιχεία της εικόνας ως αποδεικτικού υλικού, στοιχεία τα οποία (συνήθως) διαλανθάνουν την προσοχήν του, καίτοι ανατρέπουν την καθεστηκυία περί της συγκεκριμένης εικόνος αντίληψη! «...οφείλω να πω ότι (γράφει ο Πετρόπουλος), ανέκαθεν οι καλίτεροι φίλοι μου ήσανε ζωγράφοι και από τους ζωγράφους έκλεψα το μέγα δώρον της παρατηρητικότητος».
Τις, λοιπόν, εστίν;
Ας ξετυλίξουμε λίγο το μίτο, καταφεύγοντας σε μερικά από τα πρώτα βιβλία του Πετρόπουλου.
Το 1958 (!) δημοσιεύει στη Θεσσαλονίκη μια μικρή μελέτη για τον, παντελώς άγνωστον τότε, Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Το βιβλιαράκι αυτό (με εξώφυλλο ενός πρωτοπόρου και παραγνωρισμένου γραφίστα και ζωγράφου, του Γιάννη Σβορώνου), είναι σημαδιακό όχι μόνο για το θέμα του, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο το προσπελάζει. Πράγματι· αντί των συνήθων γενικοτήτων και γλυκασμών, ο Πετρόπουλος (τονίζοντας την ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα της περιπτώσεως Πεντζίκη) επιχειρεί να αναλύσει το μέχρι τότε έργο του (συγγραφικό και ζωγραφικό), καταφεύγοντας στη στατιστική και ενθέτοντας κάθε τόσο ψηφίδες από τα ανορθόδοξα ρήματα του Πεντζίκη:
Το πρόβλημά μου είναι η αναζήτηση του άλλου μέσα στο μυθικό βάθος του εγώ πέρα από κάθε πρόσχημα της επιφάνειας, όπου απλώνονται η αντίθεση όσο και η ομοιότητα... Δεν στηρίζομαι σ' ότι αισθάνομαι... Σκόρπια λόγια βλέπουν οι αισθήσεις μας... Το πρόσωπό μου το αποδίδουν οι συμπτώσεις...
«Κάθε πίνακας του Πεντζίζει (συμπεραίνει ο Πετρόπουλος) αποτελείται από πολλές μικρές πινελιές... Το χρώμα είναι το πρωτεύον... Ενα έργο του Πεντζίκη μπορείς να το ιδείς με δύο τρόπους: εξ αποστάσεως, ή, από κοντά. Από μακριά διακρίνεις γενικούς χρωματισμούς, η θάλασσα μπλε, το βουνό πράσινο, ή, καφετί. Στο κοντινό κοίταγμα αποκαλύπτονται όλα: η θάλασσα δεν είναι πια μπλε, αλλά πράσινη και μπλε και κόκκινη, κάθε πινελιά έχει τη δική της απόχρωση και φορά και μέγεθος, τα σκεπασμένα χρώματα δίνουν νέους φρέσκους τυχαίους τόνους. Η αντικειμενική λεπτομέρεια ανασκευάζεται... Ποιος αντιλήφθηκε ότι ο Πεντζίκης δεν ανήκει στην παραστατική ζωγραφική;...».
Ο Πεντζίκης αποτέλεσε το πρώτο, τρόπον τινά, δοκιμαστικό κριτικό κείμενο του Πετρόπουλου. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1966, θα επανέλθει τροποποιώντας την δοκιμασμένη ήδη μεθοδολογία του. Αναφέρομαι στο βιβλίο Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης -βιβλίο σημαδιακό στην όλη πορεία του Πετρόπουλου.
Περίπου τετράγωνο (σε σχήμα 17x20), με ένα αριστουργηματικό εξώφυλλο του Σωτήρη Ζερβόπουλου (ας ρωτήσει κάποιος, όσο είναι καιρός, τον Πετρόπουλο περί αυτού...), γκρι - ασημί σε σκούρο γκρι χαρτόνι, το βιβλίο είναι εξ ολοκλήρου χειρόγραφο κι εν συνεχεία λιθογραφημένο.
Η τυπογραφική μορφή του ανταποκρίνεται ιδεωδώς στο περιεχόμενο: «Το παρόν βιβλίο (σημειώνει ο συγγραφεύς του), ...είναι και πρέπει να διαβάζεται σαν σειρά ερωτικών επιστολών».
Σε εξήντα δύο σελίδες κριτικού κειμένου, ο Πετρόπουλος καταφέρνει να παραμείνει κατ' εξοχήν ερωτικός. Ιδού ένα δείγμα από το κεφάλαιο «Προσανατολισμοί» της ενότητας «Μόραλης και Τσαρούχης», όπου οι κοφτές, κοντές, λόγιες φράσεις αποκτούν έντονον λυρικό φόρτο:
Επικεντρώνοντας το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του στο Αξιον εστί, ο Πετρόπουλος υποστηρίζει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με συλλογή ποιημάτων, αλλά με ένα ενιαίο κείμενο λόγου. Εις επίρρωσιν των ισχυρισμών του, καταφεύγει σε γραφικές παραστάσεις -δηλαδή και πάλι στη στατιστική:
Το βιβλίο βρίθει εκπλήξεων. Η κριτική αποτίμηση επιχειρείται (και επιτυγχάνεται) με απροσδόκητες μίξεις θεματικών ενοτήτων -και με οξείες εξάρσεις λυρικού λόγου.
Στο κεφάλαιο, π.χ., «Μόραλης και Ελύτης» υποσημειώνεται ως υπότιτλος «αισθηματικές σημειώσεις ενός ερωτευμένου», και εξετάζονται εκεί οι «Προσανατολισμοί», το «Αξιον εστί», καθώς και το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο». Ακολουθεί ένα συγκλονιστικό κείμενο με τίτλο «Ο ψίθυρος του θανάτου», όπου διαβάζουμε:
«Κάποτε τους προσφιλείς νεκρούς εκόμιζεν ιππήλατος άμαξα με υπερήφανα άλογα -δύο ή τέσσερα, στολισμένα με μαύρα λοφία και ποδήρεις χιτώνες- που τα οδηγούσε σύννους γέρων πένθιμος αμαξηλάτης...».
Οι ποιητικές εικόνες κατακλύζουν το ερμηνευτικό κείμενο. Ετσι προχωρεί ολόκληρο το βιβλίο, για να αχθεί τελικώς στα «Επιλεγόμενα», που συναρπάζουν, αλλά και σφάζουν:
«Δόγμα πρώτον. Ο Ελύτης οπωσδήποτε είναι μεγαλύτερος ποιητής απ' τον Αλλον.
Πρόταση τρίτη. Ο Μόραλης ειδωλολατρικώς τιμά τον θάνατο. Αλλά κι ο Ελύτης κι ο Τσαρούχης δεν σχετίζονται με τον χριστιανισμό, την διαβόητη ορθοδοξία. Επ' αυτού, ο Κόντογλου κι ο Πεντζίκης αποτελούν τρανά παραδείγματα προς αποφυγήν...
Υστατη παραίνεση. Αγαπήστε την Ελλάδα. Δεύτε ίνα σωθήτε. Ω περασμένα χρόνια, που μας άφηναν ν' αγαπούμε την πατρίδα ανιδιοτελώς».
Λίγο ξύνοντας την επιφάνεια των κειμένων, αντικρύζουμε τον άλλον Πετρόπουλο -ή μήπως τον ίδιο; Εντόνως ερωτικός, πλην πεισιθάνατος, αρεσκόμενος σε γλώσσα λογία και, κατά βάσιν, υπογείως ποιητική.
Το τέλος του υπό παρουσίασιν βιβλίου φωτίζει ακόμη και σήμερα το πραγματικό πρόσωπο του συγγραφέως, ή (έστω) ένα από τα πρόσωπα, ή, ένα πρόσωπο υπό τα προσωπεία κ.ο.κ.
Φέρει ως τίτλο τη φράση «Το Μανιφέστο των Εντροπαλών» και (προς αναγνωστικήν τέρψιν των μυρεψών) παραθέτω, κλείνοντας, ένα απόσπασμα από το υποσύνολο «Ημείς οι αιδήμονες»:
ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/01/2003
Συγγραφείς:
Αναφέρεται σε:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.