- Συζήτηση
Σε ήχο ελληνικό: Η παγκοσμιοποίηση του ρεμπέτικου
Network Medien. The diaspora of rembetiko
Η παγκοσμίου φήμης γερμανική εταιρεία Network Medien, που εδώ και είκοσι χρόνια εκδίδει δίσκους με μουσική και τραγούδια από τις παραδόσεις διαφόρων χωρών του κόσμου, πραγματοποίησε, καθώς λέει, ένα όραμά της: ύστερα από πολυετή έρευνα, παρουσιάζει την πρώτη, στον κόσμο, μεγάλη ανθολογία του ρεμπέτικου ή αλλιώς «ελληνικά μπλουζ». Θεμιτός βέβαια και ο οραματισμός και η ελευθέρα αναγωγή του ρεμπέτικου στο είδος μπλουζ, αλλά σ' αυτό θα επανέλθουμε. Το διπλό άλμπουμ της Network παρουσιάζει 31 συγκροτήματα από 13 χώρες, με εκτελεστές που θεωρεί κορυφαίους εκπροσώπους διαφόρων μορφών του ρεμπέτικου και με πρόθεση να ανιχνεύσει την εξέλιξή του στο πέρασμα του χρόνου.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι εκδόσεις τής εν λόγω εταιρείας είναι γνωστές και κάποτε εντυπωσιακές, για όσους τουλάχιστον, εδώ και χρόνια, παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στον χώρο του λεγόμενου ethnic, world music κ.λπ. Για παράδειγμα, ας αναφέρουμε τις εκδόσεις «Dessert Blues», «Sexteto Mayor», «Golden Brass Summit», «Russian Gypsy Soul», «Road of the Gypsies» κ.ά. που είναι εντυπωσιακές για ένα διεθνές ακροατήριο, το οποίο όμως ούτε γνωρίζει κάτι περισσότερο για τη μουσική του κάθε λαού που του παρουσιάζεται -πλην όσων αναγράφονται στα ένθετα των δίσκων- ούτε βέβαια είναι σε θέση να συγκρίνει και να κρίνει πόσο λίγο, ή πολύ, η μουσική που του παρουσιάζεται αποτελεί (σε σχέση με το σώμα και το πνεύμα κάθε παράδοσης) ένα πράγματι αντιπροσωπευτικό δείγμα της παράδοσης αυτής.
Για εμάς, η επιφύλαξη για το είδος του «ρεπορτάζ» που κάνουν οι εκδόσεις αυτές στην παράδοση κάθε χώρας μπορεί να είναι λίγο - πολύ θεωρητική, όταν πρόκειται π.χ. για τη μουσική άλλων λαών και όταν η σχετική γνώση και η «ενημέρωσή» μας περιορίζονται σε όσα διαβάζουμε στα εξώφυλλα και τα εσώφυλλα των δίσκων. Οταν όμως πρόκειται για τη δική μας παράδοση και μάλιστα για το ρεμπέτικο, τότε βρισκόμαστε στην πλεονεκτική, όσο και ευχάριστη θέση, να αντιλαμβανόμαστε περισσότερα από όσα μπορεί να αντιληφθεί ένας «συνάδελφος» καταναλωτής δίσκων, Γερμανός ας πούμε ή Ρώσος, Αγγλοσάξων, Ελβετός, Γάλλος ή Κιρκάσιος. Κι ακόμα περισσότερο, δικαιούμεθα, πιστεύω, να προβάλουμε τις τυχόν επιφυλάξεις μας και στις υπόλοιπες εκδόσεις με την απλή σκέψη ότι, όπως είναι αυτός, κάπως έτσι θα είναι και οι άλλοι δίσκοι.
Ας αφήσουμε όμως τα «θεωρητικά» κι ας έρθουμε στα συγκεκριμένα και χειροπιαστά: «Το ρεμπέτικο», γράφει η Network προς το διεθνές ακροατήριο, «εμφανίστηκε νωρίς τη δεκαετία του 1920 στα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, όπου εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες πρόσφυγες έφθασαν από τη Μικρά Ασία. Αυτοί έφεραν μαζί τους τον δικό τους τρόπο ζωής και την ανατολίτικη μουσική τους. Στις ταβέρνες και τους τεκέδες κάπνιζαν χασίς, δημιουργούσαν μουσική και ντύνονταν με ξεχωριστό τρόπο. Ηταν μια υποκουλτούρα που πήγαινε αντίθετα στο ρεύμα. Το ρεμπέτικο, απαγορευμένο και αργότερα ιδεολογικώς απορριπτέο, επέζησε σε διάφορες μορφές και τελικά έγινε αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής ταυτότητας».
Δεν πρόκειται να εκθέσουμε εδώ στοιχεία ιστορίας του ρεμπέτικου, θα επισημάνουμε όμως την πιο σοβαρή ανακρίβεια του κειμένου αυτού, που αφορά το ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες έφεραν το ρεμπέτικο στην Ελλάδα. Ας αφήσουμε ασχολίαστο και το... μαργαριτάρι πως οι εκατοντάδες χιλιάδες των προσφύγων πήγαιναν κάθε βράδυ στους τεκέδες και κάπνιζαν χασίς, παίζοντας και γράφοντας μουσική! Η «ματιά» αυτή είναι προϊόν μιας διαμεσολαβημένης παραφιλολογίας της πρόσφατης περιόδου της αναβίωσης και εμπορικής εκμετάλλευσης αυτού του είδους τραγουδιού και κάθε άλλο παρά με αποτέλεσμα «πολυετούς έρευνας» μοιάζει.
Οσο για τον παραλληλισμό των ρεμπέτικων με τα μπλουζ, είναι κι αυτός ένας λόγος τουριστικού ενδιαφέροντος προς εντυπωσιασμόν και (ε)ξιπασμόν, με αφορμή την ομοιότητα της κοινωνικής αφετηρίας και λειτουργίας των δύο μουσικών ειδών, που αφήνει βέβαια κατά μέρος κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι το στιλ, η φόρμα, τα μουσικά συστήματα και κυρίως το γεγονός ότι οι ομάδες που αποτελούν κατά εποχές και κατά τόπους το κοινωνικό περιθώριο, ούτε ίδιες είναι ως προς τα ειδικά και γενικά τους χαρακτηριστικά, ούτε με τον ίδιο τρόπο εκφράζονται.
Αυτό, ωστόσο, που παρουσιάζει η έκδοση αυτή στη διεθνή αγορά δεν είναι το ίδιο το ρεμπέτικο, αλλά η υποτιθέμενη διασπορά του στον κόσμο. Ελληνες του εξωτερικού, καθώς και ξένοι μουσικοί, τραγουδιστές και συγκροτήματα που ειδικεύονται στην εκτέλεση παλαιών και νεώτερων λαϊκών τραγουδιών, ανθολογούνται στη συλλογή αυτή. Είναι ενδιαφέρον να ακούει κανείς Αγγλους, Γάλλους, Ισπανούς, Ολλανδούς και άλλους τραγουδιστές να αποδίδουν, στα ελληνικά, λαϊκά τραγούδια - για όσους τουλάχιστον δεν παραξενεύονται πολύ από τις ποικίλες ξενικές προφορές, όπως π.χ. «ο μερακλής ο άντρωπος πονεί μα ζεν το λέει» - αλλά δεδομένου ότι όλες οι ηχογραφήσεις είναι αυτής της εποχής και όχι της εποχής που το ρεμπέτικο (ή έστω αυτό που σήμερα ονομάζουμε ρεμπέτικο) βρισκόταν στην περίοδο της ακμής του, και με ενεργά τα κοινωνικά αίτια της δημιουργίας του, τι άραγε μπορούμε να πούμε πως είναι αληθέστερο για το φαινόμενο αυτό; Διασπορά του ρεμπέτικου ή «διασπορά» της μόδας του ρεμπέτικου;
Αφού η έκδοση αυτή απευθύνεται στη διεθνή αγορά, δηλαδή κυρίως σε αλλοδαπούς ακροατές, είναι εύλογη η απορία των ημεδαπών παρατηρητών: τι νόημα έχει και τι εντύπωση να προκαλούν άραγε στο... παγκόσμιο κοινό οι Αγγλοι, Γάλλοι, Καναδοί, Αυστραλοί και άλλοι εκτελεστές ρεμπέτικων; Μήπως μια ανάλογη εντύπωση μ' εκείνη που κι εμείς είχαμε παλαιότερα, όταν ακούγαμε π.χ. «επιτυχίες» της Λατινικής Αμερικής με τους αδελφούς Κατσάμπα;
Το πιθανότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι πως το ενδιαφέρον των Ελλήνων ακροατών θα περιοριστεί στο αξιοπερίεργον και ασύνηθες των εκτελέσεων, ενώ οι λιγότερο απαιτητικοί μπορεί να αισθανθούν και κάποια «κολακεία» του εθνικού τους φρονήματος από το γεγονός ότι τόσοι ξένοι προτιμούν τη δική μας από τη δική τους μουσική!
Ας σημειώσουμε, τέλος, πως η συλλογή αυτή των «ρεμπέτικων» περιλαμβάνει και τραγούδια που δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή, είτε κρίνοντας αυστηρά είτε όχι. Πώς προσμετρήθηκε άραγε ως ρεμπέτικο το δημοτικό τραγούδι «Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα», ή το κρητικό «Αφού είχες άλλον στην καρδιά», ή το παραδοσιακό ζεϊμπέκικο που παίζει το συγκρότημα «Βόσπορος» από την Κωνσταντινούπολη (εκτός κι αν ο ζεϊμπέκικος ρυθμός και χορός ανήκει μόνο στα ρεμπέτικα) κι ακόμα το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «Στα περβόλια», ή το «Μάνα μου Ελλάς» του Σταύρου Ξαρχάκου και το «Ζεϊμπέκικο» του Σαββόπουλου;
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 30/03/2005
Συγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.