- Συζήτηση
Σκαλκώτας με ρεμπέτικο
Σημαντική στιγμή για την ελληνική δημιουργία του 20ού αιώνα χαρακτηρίζει την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου του Σκαλκώτα ο Βασίλης Χριστόπουλος
Η παγκόσμια πρώτη παρουσίαση ενός έργου του Νίκου Σκαλκώτα, εκτός από μεγάλη στιγμή για την ίδια την ιστορία της μουσικής, δεν μπορεί παρά να είναι σπουδαία συγκυρία, κορυφαίο γεγονός -όχι μόνον για λόγους βιογραφικούς- και για τον αρχιμουσικό της παρθενικής συναυλίας του. Ο Βασίλης Χριστόπουλος, άρτι αφιχθείς από το παγωμένο Ντούισμπουργκ -όπου διηύθυνε, σε δύο συναυλίες, τη φιλαρμονική του-, πράγματι, δεν μπορεί να κρύψει τη συναισθηματική φόρτιση -πώς θα μπορούσε, άλλωστε;-, μοιραία και την αδημονία του για την αποψινή συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, με την οποία το Φεστιβάλ Αθηνών εορτάζει τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Σκαλκώτα.
<center>
<img border="0" src="/photos/articles/421.jpg"></p>
</center>
Δεν κρύβει τη συγκίνησή του για το γεγονός ότι, πέραν του, σε παγκόσμια πρώτη, «κοντσέρτου για δύο βιολιά και ορχήστρα» του Σκαλκώτα, που ενορχήστρωσε ο Κωστής Δεμερτζής, θα διευθύνει κάτω από το φως και αυτή τη μεταφυσική αύρα της Ακρόπολης, στο ιδεωδέστερο ίσως περιβάλλον, την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, και τη «Σκωτική» συμφωνία του Φελίξ Μέντελσον.«Είναι μια σημαντική στιγμή για την ελληνική δημιουργία του 20ού αιώνα η πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου του Σκαλκώτα. Αισθάνομαι φοβερή συγκίνηση και τιμή που συμμετέχω σ' αυτή τη συναυλία. Ηταν ένα χρέος στον Σκαλκώτα να ολοκληρωθεί αυτό το έργο. Και το οφείλουμε κυρίως στον Δεμερτζή που είναι ειδικευμένος στη σκαλκωτική ενορχήστρωση. Είναι, επίσης, σημαντικό που συνεργάζομαι με την Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, μία από τις καλύτερες της χώρας και με σημαντικούς σολίστες, όπως ο Δεμερτζής και ο Σίμος Παπάνας».
Χωρίς την πρωτοβουλία-εργασία του Δεμερτζή και κατόπιν τη στενότατη συνεργασία του με τον Χριστόπουλο -ο οποίος κατέθεσε ενορχηστρωτικές προτάσεις και επιμελήθηκε το υλικό και την παρτιτούρα της ορχήστρας-, το μόνο βέβαιο είναι ότι το γραμμένο τη σκοτεινή περίοδο των Δεκεμβριανών κοντσέρτο για δυο βιολιά του Σκαλκώτα, που ο συνθέτης δεν πρόφτασε να ενορχηστρώσει, θα παρέμενε «γράμμα ανεπίδοτο». Χρειαζόταν εκτός από μια γενναία απόφαση και πολλή δουλειά, την οποία, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, δεν τη φοβήθηκε ούτε ο Δεμερτζής ούτε ο Χριστόπουλος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η σουηδική πολυεθνική δισκογραφική «Bis» εξέφρασε την πρόθεσή της να εκδώσει αυτή την παγκόσμια πρωτιά!
Με γεύση ρεμπέτικου
- Στο κοντσέρτο του ο Σκαλκώτας έχει δουλέψει το ρεμπέτικο τραγούδι του Τσιτσάνη «Θα πάω εκεί στην Αραπιά». Γεγονός που συνιστά μια ιδιάζουσα πρωτιά: εισάγεται το ρεμπέτικο στη συμφωνική δημιουργία.
«Ναι. Συναντάμε το θέμα, το οποίο ο Σκαλκώτας θεωρεί "λαϊκό τραγούδι", στο δεύτερο μέρος του κοντσέρτου. Κατ' ουσίαν είναι το πρώτο έργο νεοελληνικής μουσικής όπου χρησιμοποιεί ρεμπέτικο. Το έργο, πράγματι συγκλονιστικό και πολύ δύσκολο, δεν είναι όμως μόνον αυτό. Απαρτίζεται από τρία μέρη: το πρώτο είναι αρκετά δυναμικό, αρρενωπό. Σκληρό σχεδόν. Το δεύτερο πάρα πολύ γλυκό. Είναι αιθέρια, ανάλαφρα τα ηχοχρώματα και οι αρμονίες. Το τρίτο μέρος είναι χορευτικό, γρήγορο, εύθυμο. Και τα τρία μέρη τα αντιμετωπίζω βεβαίως ως μια ολότητα. Ταυτοχρόνως, το κοντσέρτο είναι πολύ μοντέρνο και πολύ κλασικό, η δομή του είναι Μότσαρτ! Εχει, επίσης, θέματα που σου μένουν -και δεν αναφέρομαι μόνο στο θέμα του Τσιτσάνη. Πρόκειται εν τέλει για ένα πολυδιάστατο έργο, που ανήκει στην πιο ώριμη συνθετική περίοδο του Σκαλκώτα, έργο νεοκλασικό στην καθαρότητα των θεμάτων και τη ρυθμική ενότητα. Είναι ένα έργο το οποίο χρησιμοποιεί το δωδεκαφθογγισμό ως όχημα για να γράψει τη μουσική και όχι ως σκοπό. Και βεβαίως είναι μοναδικό στο είδος του. Δεν γνωρίζω να υπάρχει αντίστοιχό του και μορφολογικά. Βεβαίως, δεν πρέπει να αναμένει ο ακροατής να ακούσει τους Χορούς του Σκαλκώτα. Πρόκειται για μια άλλη γλώσσα. Στόχος μου είναι να αναδειχθεί ο δυναμισμός και η ορμή του».
- Η ενορχήστρωση του Δεμερτζή πόσο πιστή μπορεί να είναι στις ενορχηστρωτικές προθέσεις του Σκαλκώτα;
«Η ενορχήστρωση συνιστά μια πρόταση. Φυσικά και δεν ξέρουμε αν θα ενορχήστρωνε το έργο έτσι ο Σκαλκώτας. Ο Σκαλκώτας πέθανε το '49 και δεν πρόφτασε να ενορχηστρώσει το κοντσέρτο. Δεν υπήρχε, δηλαδή, τυπωμένη παρτιτούρα του έργου. Δεν υπήρχε πρότυπο εκτέλεσης. Και βεβαίως, το έργο δεν έχει ποτέ παρουσιαστεί ως κοντσέρτο, αλλά έχει ηχογραφηθεί για δυο βιολιά».
Η «Σκωτική» του Μέντελσον
- Γιατί θελήσατε αυτή την παγκόσμια πρώτη να τη συνδυάσετε με τη «Σκωτική» του Μέντελσον;
«Διότι θεωρώ ότι συνιστά μαζί με τον Σκαλκώτα μια πολύ ωραία αντίθεση. Ηθελα, δηλαδή, ένα έργο πιο ήρεμο μετά απ' τον αρκετά δυναμικό Σκαλκώτα. Επίσης δεν ήθελα κάτι από τον 20ό αιώνα. Επεδίωξα να υπάρχει η αντίθεση της εποχής, της ενορχήστρωσης... Επιπροσθέτως, δεν ήθελα να αποτελεί και το δεύτερο μέρος μεγάλη πρόκληση για τους ακροατές. Τέλος, θεωρώ ότι ταιριάζει για κάποιο λόγο πάρα πολύ η σκωτική στο Ηρώδειο...».
- Είναι σύνηθες να διευθύνετε περισσότερες από μία φορές ένα μουσικό έργο. Τι ακριβώς αλλάζει στη νέα προσέγγιση, τι ακριβώς επαναπροσδιορίζεται κατά την επανάληψη;
«Εκείνο που προσπαθώ, όταν ανοίγω την παρτιτούρα ήδη γνωστού έργου, είναι να ξεκινώ την ερμηνευτική μου προσέγγιση από το μηδέν. Προσπαθώ, δηλαδή, να μην εγκλωβίζομαι σε μια ερμηνεία ρουτίνας, να έχω πάντα μια φρέσκια προσέγγιση. Προσπαθώ να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με τα έργα παραμένοντας πιστός στο συνθέτη. Και να ήθελα βεβαίως να κάνω μια εκτέλεση "καρμπόν" δεν μπορώ, γιατί υπάρχουν διαφορές. Κάθε φορά είμαστε διαφορετικοί, έχουμε διαφορετικούς σφυγμούς, διαφορετική ορχήστρα -η ερμηνεία του μαέστρου δεν μπορεί να γίνει ερήμην της ορχήστρας. Είναι δούναι και λαβείν. Εκείνοι παράγουν τον ήχο, όχι ο μαέστρος. Βέβαια, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Αλλά στα μεγάλα έργα ρεπερτορίου πάντοτε ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο».
- Ο αρχιμουσικός έχει κατακτήσει, συν τω χρόνω, κάποιες ελευθερίες στον τρόπο που διευθύνει; Μπορεί τελικά να εκφραστεί όπως επιθυμεί απ' το πόντιουμ ή υπάρχουν συγκεκριμένα όρια;
«Ο αρχιμουσικός πρέπει να γίνεται κατανοητός από τους μουσικούς. Εχει συγκεκριμένη κινησιολογία, στο πλαίσιο του σωματότυπού του, στο πλαίσιο της προσωπικότητάς του. Αλλοτε είναι πιο εξωστρεφής, άλλοτε πιο εσωστρεφής. Ο μαέστρος δεν πρέπει να κάνει περιττά πράγματα, να δίνει περιττές πληροφορίες με κινήσεις που μάλλον αποδιοργανώνουν τους μουσικούς. Ολα είναι μια ισορροπία. Αυτή η λέξη εκφράζει απόλυτα το επάγγελμα του μαέστρου. Ισορροπία ανάμεσα στο πάθος και την ψυχρότητα. Δεν είναι τόσο ανέφικτο. Και το σημαντικότερο είναι ότι μαέστρος δεν είναι για να κρατά το ρυθμό. Δεν είναι μετρονόμος! Είναι για τα περαιτέρω -την άρθρωση, την αναπνοή, τα ηχοχρώματα... χιλιάδες μικρά πράγματα. Στο πόντιουμ δεν βρίσκεται πάντως για να εκφραστεί· αυτό είναι μια θετική παρενέργεια της δουλειάς».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 16/07/2004
Συγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.