- Συζήτηση
Το δεκαπενθήμερο: Μ. Χατζιδάκι «Ερμηνεία και θέση του λαϊκού τραγουδιού»
Δεν θα 'πρεπε να περάσει απαρατήρητη και κατά το δυνατό ασχολίαστη αυτή η ιδιότυπη εάν όχι κάπως «περίεργη» διάλεξη πού δόθηκε το περασμένο δεκαπενθήμερο στην αίθουσα τού «Θεάτρου Τέχνης».
Χωρίς να θέλουμε να εξετάσουμε εμείς αν (μάλλον πως...) «θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από την γοητεία τού γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού», σκεφτόμαστε πώς η αίθουσα τού «Θεάτρου Τέχνης» ενώ στεγάζει τον συμπαθέστατο θίασο αληθινής Τέχνης, ήταν ώρα πια, συγκινημένη από τη λυρική επίκληση τού «άνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω...», ν' ανοίξει, επί τέλους, τις αρτίστικες πύλες της, γοητευμένη κι αυτή από τη γνωριμία της με τον Καπετάν Ανδρέα Ζέπο. Με το αζημίωτο, άλλωστε. Και, αφού τού «μάσησε τα φράγκα»...φυσικό ήταν, φορώντας όχι ρεπούμπλικα μα τραγιάσκα, να στρογγυλοκαθίσει και ν απόλάψη μειδιώντας με αυταρέσκεια τη γοητεία τού τραγουδιού τού νέου ενοικιαστή «κουράστηκα για να σε αποχτήσω, αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή»...
Οπωσδήποτε, το εγχείρημα τού κ. Μ. Χατζηδάκη, να συνηγορήσει με τόση πεποίθηση για τα ρεμπέτικα, τα ζεϊμπέκικα, τα χασάπικα τραγούδια και τούς χορούς τους κι η επίμονη προσπάθειά του να οπλίσει το εγχείρημά του αυτό με όσα υποστηρίγματα μπόρεσε να αντλήση από την προσωπική συγκίνηση κι αγάπη πού τού προκαλεί η «λαϊκή μουσική πόλης», είναι όχι μόνο φυσικό μα κι ενδιαφέρον. Στο κάτω-κάτω τα τραγούδια αυτά απασχολούνε και συγκινούν το συναισθηματικό κόσμο μιας μερίδας τού λαού μας, της πιο γνήσιας και παρθένας, θα 'λεγε κανείς, άσχετο ακαλλιέργητης, όπως άλλη μερίδα συγκινεί ένα παθητικό ταγκό. Το ζήτημα περιορίζεται κυρίως σ άλλο σημείο: στην εξυγίανση τού λαϊκού αυτού τραγουδιού - πού πολλές φορές έτυχε να είναι και αυτοσχέδιο - την εξυγίανση τού μουσικού και ποιητικού θέματος του, σε τρόπο πού, χωρίς να αποξενώνεται από το λαϊκό ύφος, να μπορεί ν' ανεβάσει και να καλλιεργήσει το «ένστικτο» και την αισθητική αντίληψη της μερίδας αυτής τού λαού, απομακρύνοντας τον αμανέ ή τις νοσηρές παραλλαγές του και τούς λουλάδες, τα χασίσια και τα φονικά.
Αντίθετα ο κ. Χατζηδάκης έχει διαφορετική ανησυχία για την εξέλιξη τού ρεμπέτικου τραγουδιού, δίνοντας μόνος και την απάντηση στις παραπάνω σκέψεις μαζί με τα επιχειρήματα του.
«Το ρεμπέτικο -λέει- κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει επιβάλλει πια την δύναμή του, λίγο-πολύ σ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή το παραδεχόμαστε είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, πού μάς κάνει ν' αντιδρούμε δικαιολογημένα σ' αυτήν και ν' αμφιβάλλουμε για την μελλοντική ποιοτική εξέλιξη τού είδους. (Εδώ πέρα βέβαια, παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του άξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ' αυτήν την περίοδο πού ονομάζομε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωσε τα κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δυο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις Λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος κι ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονταν στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα.
»Ποιος μπορεί να σταματήσει μία τέτοια κατάσταση κι ακόμη, ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτής της περιόδου μόδας - ας την πούμε, - ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν και έλθουν στη φυσική τους θέση. Το ίδιο πρέπει - νομίζω- να περιμένουμε και για τα ρεμπέτικα. Γιατί θα 'ναι κάπως ανόητο, εάν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν' αντικαταστήσει το ταγκό. Οι Λαϊκοί τούτοι ρυθμοί, έχουν κάτι πιο περισσότερο, απ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.
»Το να θελήσει, λοιπόν, κανείς ν' αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα τού τόπου του, μόνο κακό τού κεφαλιού του μπορεί να κάμει(!). Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, πού δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και τού κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας, τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.
»Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα τού δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούνε περιφερόμενα ερωτηματικά, πού δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία. Και στη τέχνη ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ' ανθρώπου.
» Ο τόπος μας επί πλέον ακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, έναν πόλεμο μ' επίμονη και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω από αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες, την παρθενική ψυχικότητα τού λαού μας. -Παρθενική γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής, δεν ήσαν ικανά ούτε για να την ωριμάσουν ούτε και για ν' αφήσουν περιθώριο να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. Φανταστείτε λοιπόν όλη αυτή, την στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα, ενός λαού σαν τού δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά πού αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες τού τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από δω πηγάζει η θεματολογία του.
»Επαναλαμβάνω. Ένας ανικανοποίητος, μα έντονος ερωτισμός πού ακριβώς η έντασή του αυτή τού προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα, και μία επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιοδήποτε τεχνικό μέσον, πού η χρησιμοποίηση του δείχνει την παθητικότητα της τάξης πού το μεταχειρίζεται.
»Το ρεμπέτικο, κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει τον λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Από την σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ' ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, πού ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία (!!!). Όχι πώς το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο, μα πολύ λιγότερα. Η παρουσία του είναι έντονη ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος, πού περισσότερο τα χαρακτηρίζει μία χάρη και μία νησιώτικη αλαφράδα. Παράδειγμα φέρνω αν θυμάστε, κάπως παλιότερα, το «Πάρ' τη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και τον γνωστότατο Αντρέα Ζέπο». Και τα δυο έχουν πολύ έντονα πάνω τους, την σφραγίδα τού δημοτικού μας τραγουδιού.» Εδώ, έχει χάσει ολότελα την αρχική ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεχτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμών με μόνο δεδομένο την αίσθηση τού ρυθμού. O καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο, θάνε εκείνος πού θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού, πού να μην την δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση τού σώματος του. Σα χορός είναι ο δυσκολότερος κι ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
»Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στον ρυθμό των 4/4 κι ο τρόπος πού χορεύεται - δύο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές - έρχεται σαν μια προέκταση τού δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μία κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, σύγχρονος ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μία καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ αυτούς τούς ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, τού οποίου παρατηρώντας την μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση τού βυζαντινού μέλους. Όχι μόνον εξετάζοντας τις κλίμακες πού από το ένστικτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ' ακόμη παρατηρώντας, τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. »
Αυτά, ανάμεσα σε άλλα, υποστήριξε ο κ. Χατζηδάκης στο πυκνό ακροατήριο του, πού φρόντισε να τού δόση κι έμπρακτη απόδειξη, προσφέροντας του και δείγματα της γοητείας τού γυαλένιου ήχου τού μπουζουκιού με εκτελέσεις ύστερα από ανάλυση κάθε τραγουδιού, από το συγκρότημα τού Μάρκου Βαμβακάρη και της Σωτηρίας Μπέλλου πού, καθώς μας πληροφόρησαν ο ομιλητής, «κάθε βράδυ στην ταβέρνα τού Παναγάκη κοντά στον ʼι Παντελεήμονα, λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους».
Έτσι, οι ήχοι τού «Φραγκοσυριανή κυρά μου», «εγώ είμαι το θύμα σου», «σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα», «πάμε τσάρκα στο μπαξέ τσιφλίκι», «άνοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω», «καπετάν Αντρέα Ζέπο», διαδέχτηκαν επί σκηνής τούς μόλις νωπούς ήχους απ το βιολοντσέλο τού Κασσαντο και το πιάνο τού Ούνίσκυ.
Μα αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία γιατί διαφορετικά θα 'πρεπε ν' απορεί κανείς για το πώς οι νεαρές κυρίες κι οι δεσποινίδες με τις μακριές φούστες, παραδίνονται σε ουράνια έκσταση το απόγευμα σ' ένα ρεσιτάλ τού «Κεντρικού» ή της Κυριακάτικης συμφωνικής συναυλίας, και το βράδυ στην άλλη αυτή «γοητεία».Οπωσδήποτε ο κ. Χατζηδάκης, τελειώνοντας την ομιλία του, φαίνεται πολύ αισιόδοξος και προφητικός για το μέλλον τού «λαϊκού τραγουδιού πόλης»: »Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα τον δρόμο τους. Ποιος ξέρει, τι καινούργια ζωή μάς επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα 'χουμε στο μεταξύ πια νοιώσει για καλά, την δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν την φωνή τους στον άμεσο περίγυρο μας και να ζουν, πότε για να μάς ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν τον βαθύτερο εαυτό μας.»
Συγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.