- Συζήτηση
Το Ρεμπέτικο
Τα ρεμπέτικα είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδούν απλοί άνθρωποι. Αν και κατ' αρχήν ερωτικά, τα ρεμπέτικα είναι στο βάθος μάλλον κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια. Η εποχή που πρωτόγινε το ρεμπέτικο τραγούδι είναι κοντινή μεν, άγνωστη δε. Ούτε τα αίτια αναπτύξεως , ούτε οι αρχικές επιδράσεις, ούτε οι πρώτες εστίες του ρεμπέτικου είναι επακριβώς γνωστές. Υποτίθεται ότι η Ερμούπολη , το Ναύπλιο, η παλιά Αθήνα, η Σμύρνη, η Πόλη, η Αλεξάνδρεια και η Θεσσαλονίκη είναι οι χώροι όπου γεννήθηκε, όχι τυχαία, το ρεμπέτικο τραγούδι. Και υποτίθεται ότι αυτό έγινε στα τέλη του παρελθόντος αιώνος.
Κάποια τραγούδια έλεγαν οι κουτσαβάκηδες της εποχής του Δημητρίου Μπαϊρακτάρη (ταγματάρχη - αστυνομικού διευθυντή Αθηνών στην περίοδο 1893-1897 ), αλλά δεν σώθηκαν ως τις μέρες μας. Ο Παπαδιαμάντης, στα αθηναϊκά διηγήματά του, ομιλεί για καντάδες σε κορίτσια με κιθάρες, μαντολίνα και φυσαρμόνικες. Στην Αθήνα πριν εκατό χρόνια θριάμβευε η ιταλική μουσική. Μα κάποια κρυφή αντίδραση υπέβοσκε. Στο Γείτονα με το λαγούτο (1900) του Παπαδιαμάντη ένας τουρκομερίτης που ζει σε αθηναϊκή γειτονιά λιανοτραγουδούσε ή με τούρκικα ή με ντόπια κουτσαβάκικα.
Κατά πάσα πιθανότητα πολλοί και ξεχωριστοί όροι συνέτειναν στη διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο μουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης, με σύνεση και επιφυλακτικότητα, αναφέρεται σε αυτούς τους όρους. Το κωμειδύλλιο της περιόδου Τρικούπη ίσως είναι ένας παράγων γεννήσεως του ρεμπέτικου. Η παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, τα τραγούδια της ταβέρνας και της Ανατολής, τα στιχάκια των λαϊκών ημερολογίων, οι παθητικοί αμανέδες, οι βυζαντινοί ψαλμοί, η άνοδος της αστικής τάξεως, οι βαλκανικές μελωδίες, ο πόλεμος του 1897, η καταστροφή του 1922 και εν συνεχεία για μια δεκαετία, κυριάρχησε το σμυρνέικο στυλ στο ρεμπέτικο τραγούδι.
Οι παράλιοι μικρασιάτες είχαν ήθη αστικού πληθυσμού, και σχεδόν καθόλου έθιμα. Κυριότεροι φορείς του ρεμπέτικου τραγουδιού ήταν οι πρόσφυγες, οι φυλακισμένοι, οι χασικλήδες και οι φαντάροι. Από το 1922 μέχρι το 1932 κυκλοφορούν δίσκοι με όνομα ή ψευδώνυμο συνθέτη με διάσημες τραγουδίστριες της εποχής (Μαρίκα Πολίτισσα, Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ ) , με σαντούρι, βιολιά, ούτια και άλλα επιφωνήματα. Αυτά τα τραγούδια συχνά χαρακτηρίζονταν ως αράπικο, ή ανατολίτικο (τέτοια ανατολίτικα έγραψε αργότερα και ο Χιώτης), η δε σμυρνέικη καταγωγή τους ήταν ιδιαιτέρως τονισμένη.
Μόνο τριάντα χρόνια κράτησε η ακμή του ρεμπέτικου τραγουδιού (περίπου 1922-1952),όπου μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους.
· Στην πρώτη δεκαετία κυριάρχησε το σμυρνέικο στυλ και γνωστοί συνθέτες της εποχής ήταν οι : Πωλ, Εϊτζερίδης, Δραγάτσης, Μαρίνος, Καρίπης.
· Στην δεύτερη περίοδο (1932-1940) έχουμε τη χρυσή εποχή του ρεμπέτικου. Τα ούτια έδωσαν τη θέση τους στους μπουζουκομπαγλαμάδες και οι σμυρνιές τραγουδίστριες των καφέ-αμάν στους σέρτικους τραγουδιστές των τεκέδων, που συγχρόνως ήταν και συνθέτες, στιχουργοί και δεξιοτέχνες του μπουζουκιού. Τότε ήταν που το ρεμπέτικο, με κλασική απλότητα, απεκάλυψε τον αγνό κόσμο του περιθωρίου. Στην εποχή αυτή δεσπόζει ο Μάρκος Βαμβακάρης μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και οργανοπαίχτης. Δίπλα του ο Τούντας, ο Μπαγιαντέρας, ο Μπατής, ο Ανέστης Δελιάς, ο Στράτος Παγιουμτζής (ή Τεμπέλης), ο Μορφέτας, ο Χατζηχρήστος, ο Περιστέρης, ο Παπαϊωάννου.
· Τέλος η τρίτη περίοδος (1940-1952) είναι εποχή που ο Τσιτσάνης και ο Χιώτης έπαιζε μπουζούκι σε δίσκο του Χάρμα. Ήταν η εποχή της πείνας, των κρεματορίων, των πυροβολισμών, του τρόμου, που όλα τα αγνόησε το ρεμπέτικο τραγούδι, γιατί ήταν πολύ νωρίς ακόμη να τραγουδήσει για αυτά. Ωστόσο το ρεμπέτικο αυτής της περιόδου δεν απέφυγε τα ζοφερά προαισθήματα.Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μάγος εκείνης της εποχής, ο οποίος μετέβαλε το ρεμπέτικο τραγούδι σε λαϊκό, ο οποίος μίλησε για τον έρωτα με τρυφερότητα κοριτσιού, ο οποίος έκλαψε κρυφά για όσους έπεσαν στα σταυροδρόμια από πιστολιές προδοτών, ο οποίος έπαιξε μπουζούκι με τέλειο τρόπο. Προσέτι ο Τσιτσάνης, μαζί με το Μητσάκη και Χιώτη, διάλεξαν νέους τραγουδιστές με φωνές που θύμιζαν ψαράδες, χτίστες, μανάβηδες. Ο Τσιτσάνης εγκατέλειψε οριστικά το ούτι, το σαντούρι, τη μαντόλα (μαντόλα έπαιζε ο Τούντας, καθώς και ο Τσιτσάνης όταν ήταν παιδί) χρησιμοποιώντας στα παλιά καλά τραγούδια του μόνο μπουζούκι και κιθάρα. Επίσης ο Τσιτσάνης πλούτισε το ρεμπέτικο με δυσκολόπαιχτα ταξίμια και άλλα μελωδικά κοσμήματα, ανέφερε πρώτος αυτός τον εαυτό του στα τραγούδια του, τραγούδησε για το μαράζι του ακριβού έρωτος, έγραψε έναν αληθινά πανελλήνιο ύμνο, τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Τα τραγούδια του Τσιτσάνη ήταν μελαγχολικά, ευγενή, ενάρετα, κατανυκτικά.
Κάθε μια από τις τρεις προαναφερθείσες εποχές της ακμής του ρεμπέτικου (συμβατικά ας τις πούμε: σμυρνέικη, κλασική και λαϊκή), χωρίς να αποτελεί στεγανό διαμέρισμα, έχει το δικό της στυλ, και κάθε στυλ ξεχωρίζει σαφώς από τα άλλα.
Βασίλης Τσιτσάνης
Βασίλης Τσιτσάνης, ένας μεγάλος μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού
Ήταν μια μέρα του Γενάρη, 18 του μήνα, το σωτήριο έτος 1915, στα Τρίκαλα, μια πόλη της Θεσσαλίας. Εκεί γεννήθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Τότε ανέτειλε, ίσως ο μεγαλύτερος και πιο εμπνευσμένος συνθέτης του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού όλων των εποχών.
Ο πατέρας του φημισμένος τσαρουχάς, είχε άλλους δύο γιους και μία κόρη. Η μουσική από τους απλούς ανθρώπους γεννιέται, για τους απλούς ανθρώπους υπάρχει.
Tο μπουζούκι το έπαιζε ο πατέρας του αλλά ήταν απαγορευμένο για το μικρό Βασίλη. Όμως η μουσική δεν τον άφηνε αδιάφορο. Άρχισε να παίρνει μαθήματα βιολιού ενώ τα σχέδια της μητέρας του Βικτωρίας ήταν να γίνει ένας μεγάλος δικηγόρος. Μεγάλος έγινε και δικηγόρος έγινε, γιατί μέσα από τα τραγούδια του υπερασπιζόταν τα δίκια του αδικημένου, τραγουδούσε τον πόνο του λαού, τον έρωτα όπως τον νιώθουν οι απλοί άνθρωποι. Ο πατέρας του πεθαίνει νωρίς, όταν ήταν ακόμη στο δημοτικό σχολείο ο Βασίλης. Τα πράγματα γίνονται δύσκολα για την οικογένεια. Ο Βασίλης ήταν καλός στα γράμματα αλλά και στη μουσική. Το βιολί τον βοηθάει να βγάζει κανένα χαρτζιλίκι, ενώ ταυτόχρονα "σκαλίζει" τη μεγάλη του αγάπη, το απαγορευμένο μέχρι πριν λίγο καιρό μπουζούκι του πατέρα του.
Το 1937 κατεβαίνει στην Αθήνα για να γίνει δικηγόρος. Το μπουζούκι το έχει μάθει καλά και αρχικά παίζει σε ταβερνάκια, ενώ το φθινόπωρο γράφεται στη Νομική σχολή. Αρχίζει επίσης να εργάζεται στο κέντρο "Μπιζέλια".
Τα πρώτα ρεμπέτικα που άκουσα ήταν του Μάρκου Βαμβακάρη. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι αυτά τα τραγούδια δε μου ταίριαζαν, διότι εγώ είχα δικό μου μουσικό κόσμο. Άκουσε όμως και κάτι άλλο που έχω χρέος να το αναφέρω: Τα τραγούδια εκείνα που μου έκαναν τότε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν τα τραγούδια του Παπάζογλου. Αυτά τα είχα μάθει και τα έπαιζα όλα στο μπουζούκι. Ήταν εκπληκτικά τραγούδια, φοβερά. Γραμμένα σε διαφορετικό στυλ από ό,τι υπήρχε μέχρι τότε. Πρέπει να κυκλοφόρησαν μαζί με του Μάρκου. Τα τραγούδια του Παπάζογλου είναι το ένα καλύτερο από το άλλο. Πιάσε όποιο θέλεις: "Κάτω στα λεμονάδικα", "αργιλέ μου παινεμένε", "Φωνή του αργιλέ"...κ.α.
Η πρώτη ηχογράφηση ήρθε όταν ήταν ακόμη 22 ετών: "σ΄ενα τεκέ μπουκάρανε" και έγινε στην ΟDEON ενώ λίγο αργότερα ηχογραφεί και το: "Να γιατί γυρνώ μεσ΄στην Αθήνα". Η ζωή συνεχίζεται και μόλις και μετά βίας βγαίνουν τα προς το ζειν..........βλέπεις τότε οι ελαφρόμυαλοι είχαν γυρίσει την πλάτη στη γνήσια ελληνική μουσική έκφραση και τα εμβατήρια έδιναν και έπαιρναν. Ο φασισμός του Μεταξά αγνοούσε τον πόνο, τη λύπη τα δίκια του εργαζόμενου.
Το Μάρτη του '38, παρουσιάζεται στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Στο στρατό γράφει πολλά τραγούδια, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να καθιερώνεται επαγγελματικά. Οι πύλες των εταιριών ανοίγουν διάπλατα, αλλά έπρεπε να κατεβαίνει στην Αθήνα για να ηχογραφεί αφού οι εταιρίες είχαν στην πρωτεύουσα την έδρα τους. Αναγκαζόταν να παίρνει άδειες και επειδή δεν γύριζε έγκαιρα στο στρατόπεδο βρισκόταν συχνά στο πειθαρχείο. Μια χειμωνιάτικη βραδιά, στο πειθαρχείο όπου βρισκόταν, έγραψε την περίφημη "Αρχόντισσα", που τραγουδά για μία εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, πραγματική αρχόντισσα στην ομορφιά.
Στη Θεσσαλονίκη γνωρίζει και τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία μόλις απολύεται από το στρατό, αρραβωνιάζεται. Ο πόλεμος πλησιάζει αλλά κανένας δεν σκέφτεται ότι θα χτυπήσει και τη Ελλάδα. Το ζευγάρι κατεβαίνει στην Αθήνα και ο πόλεμος ξεσπά. Ο Τσιτσάνης πηγαίνει στον πόλεμο ενώ στέλνει τη Ζωή να μείνει στα Τρίκαλα με την μητέρα του. Από τον πόλεμο γυρίζει τραυματισμένος, παίρνει τη γυναίκα του και πηγαίνουν στη Θεσσαλονίκη, όπου παντρεύονται.
Στη Θεσσαλονίκη ανοίγει το δικό του ουζερί, οδός Παύλου Μελά 21, δίπλα στο μέγαρο του Μοσκώφ στη διαγώνιο Τσιμισκή, το "Ουζερί Τσιτσάνη" και κάθε μέρα γίνεται χαλασμός σε αυτό. Δύσκολα χρόνια για όλους τους Έλληνες, για την πατρίδα. Πολλά βάσανα, η πείνα, η δυστυχία μεταφέρονται στο χαρτί από τον Τσιτσάνη, γίνονται τραγούδι και όταν ακούγονται αλαφρώνουν την ψυχή. Τότε έγραψε τη "Συννεφιασμένη Κυριακή", το ωραιότερο ίσως τραγούδι του όπως λέει ο ίδιος.
Τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" την έγραψα με αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη "συννεφιά" της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας - τότε που τα έσκιαζε όλα η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Tα τραγούδια που έγραψε στην κατοχή γραμμοφωνήθηκαν μόλις απελευθερώθηκε η Ελλάδα, Το '46 κατεβαίνει και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Ο εμφύλιος έρχεται και μαζί με αυτόν η λογοκρισία. Το ρεμπέτικο, λογοκρίνεται αλλά καμία επιτροπή λογοκρισίας δεν μπορεί να σταματήσει την αγωνία του κάθε Έλληνα. Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Ο Τσιτσάνης γράφει. Είναι άλλη αγωνία αυτή, είναι κάτι που βγαίνει από την ψυχή και όχι από το μυαλό......πως θα γυρίσω το ντουφέκι μου σε αδερφό, σε πατέρα, σε γείτονα; Πώς μωρέ;
Το τέλος του εμφύλιου πολέμου γυρίζει σελίδα στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας. Το ρεμπέτικο, το λαϊκό τραγούδι δεν έχει πλέον φραγμούς. Αγκαλιάζεται συνειδητά από όλους τους Έλληνες. Είναι πιο κοντά στον τρόπο ζωής τους, τα λόγια είναι καθημερινά, ερωτικά, χαρούμενα και λυπημένα
O Τσιτσάνης αποκτά τη θέση του στην Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Οι επιτυχίες έρχονται η μία μετά την άλλη. Η δουλειά του είναι το πάθος του. Το μπουζούκι "κελαιδάει" στα χέρια του, βγαίνουν μουσικές που αγγίζουν την καρδιά μας. Είναι ελληνικά τραγούδια αυτά, καμωμένα από έναν Έλληνα με μεράκι, για ελληνικές ψυχές και συναισθήματα. Δουλεύει στου "Τζίμη του Χοντρού", στην οδό Αχαρνών και την περίοδο αυτή γνωρίζεται με την Σωτηρία Μπέλλου και την Μαρίκα Νίνου. Εκείνη την εποχή γύρω στο 50, πολλοί επώνυμοι πέρασαν από το μαγαζί. Όλοι τους μαγεμένοι από το ιδιαίτερο άκουσμα των τραγουδιών του Τσιτσάνη. Ανάμεσά τους και δύο μεγάλες μορφές της νεώτερης ελληνικής μουσικής, ο Μάνος Χατζιδάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης.......που ξέρεις, μπορεί τα μαθήματα που τους έδωσε ο Τσιτσάνης με τα τραγούδια του να ήταν οι καταλύτες για τα τραγούδια που μας χάρισαν αυτοί οι δύο μεγάλοι.....και σίγουρα έτσι θα είναι.
Γύρω στο 55 αρχίζει η εποχή της Ινδοκρατίας. Συνθετίσκοι και διάφοροι "επιπλέοντες" έπαιρναν τη μουσική από ινδικούς δίσκους, της έβαζαν ελληνικούς στίχους και την πάσαραν ως δική τους, με αποτέλεσμα τα ακούσματα να αρχίζουν να αλλιώνονται.......
Άκου και το παρακάτω περιστατικό για να καταλάβετε όλοι σας τι γινότανε τότε: Μία φορά, τρείς συνθέτες από τους κλέφτες, έχουν παρει μία ινδική μελωδία, μέσα στις τόσες άλλες, από τον ίδιο ινδικό δίσκο, χωρίς να ξέρει ο ένας ότι το έχει πάρει και ο άλλος. Και οι τρεις δηλαδή είχαν κλέψει την ίδια μουσική και είχαν και οι τρεις ελληνικoύς στίχους. Την ώρα που πήγαν για φωνοληψία, πήγαν και οι τρεις να γραμμοφωνήσουν την ίδια μουσική, τότε ανακάλυψαν ότι είχαν κλέψει την ίδια μελωδία. Και το πιο φοβερό είναι ότι κανείς τους δε μίλησε ποτέ. Κράτησαν τόσα χρόνια μία καταπληκτική συνωμοτική σιωπή. Αλλά κόρακας κοράκου μάτι βγάζει;........
H εποχή της Ινδικής εισβολής στην Ελληνική μουσική βρίσκει τον Τσιτσάνη και το Γιάννη Παπαιωάννου μαζί, φίλοι και κουμπάροι, να αντιστέκονται στη λαίλαπα. Είχαν ξεκινήσει να τραγουδούν μαζί το 1969, όταν ο Τσιτσάνης γύρισε από την Αμερική. Αυτό το ανεπανάληπτο δίδυμο, σταμάτησε να τραγουδά τον Αύγουστο του 1972 με τον αναπάντεχο θάνατο του Μπάρμπα Γιάννη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, καθώς γύριζε στο σπίτι του από το κέντρο "Πανόραμα" στις Τζιτζιφιές. Ο Τσιτσάνης δέχτηκε μεγάλο πλήγμα....
.......Ήμασταν αδελφικοί φίλοι πολλά χρόνια. Ήταν καλόκαρδος άνθρωπος με μία ψυχή γεμάτη καλοσύνη. Η εργατικότητά του στο πάλκο ήταν κάτι το φοβερό. Ήταν πολύ εργάτης, ακούραστος. Ο ξαφνικός του θάνατος με συνέτριψε.....
Tελευταίος σταθμός ήταν το "Χάραμα" στην Καισαριανή..........το μαγαζί του Τσιτσάνη. Έτσι το έλεγαν όλοι εκείνοι που αγάπησαν τον Βασίλη. Το 1983 η υγεία του κλονίζεται. Τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου, το πάλκο ήταν άδειο. Χωρίς το μεγάλο δημιουργό, όλα έλειπαν. Ας ήταν η μουσική η ίδια. Η ερμηνεία χάθηκε. Στις 18 Γενάρη του 1984 ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή.
Tυχεροί εκείνοι που τον γνώρισαν από κοντά, τυχεροί και όλοι εμείς που συνειδητοποιούμε ότι το τραγούδι δε βγαίνει από το νου, βγαίνει από την ψυχή, βγαίνει από το τί έχεις ζήσει και το τί εχεις αισθανθεί και νιώσει. Πόσο διαφορετική είναι η Ελλάδα του 1997 με "σώμα μου" και πυλό" ανακατεμένα, με "Τηλεφώνησέ μου" ....γιατί είσαι "τραύμα ανοικτό" και "τώρα αρχίζουν τα δύσκολα" αλλά και με κάποιες,"οάσεις" στηριγμένες στα μαθήματα των μεγάλων δημιουργών του ρεμπέτικου και λαικού τραγουδιού. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε ότι πρέπει να αντισταθούμε. Θα είμασταν στο σκοτάδι αν δεν υπήρχε η Συννεφιασμένη Κυριακή, Η Αχάριστη και δεν θα αισθανόμασταν καν ότι........... Είμαστε Αλάνια, διαλεχτά παιδιά μεσα στην πιάτσα.........
.....Για να γράψεις τέτοια μουσική πρέπει να πονέσεις, να πεινάσεις. Σήμερα όλοι τα έχουν όλα. Οι δίσκοι μπήκαν στη βιομηχανία. Κάποτε για να γραμμοφωνήσουμε ένα τραγούδι κάναμε ένα μήνα. Σήμερα γράφουν δέκα σε μία μέρα. Όλες αυτές οι ευκολίες είναι καταστρεπτικές για το μυαλό, την ψυχή, τη φαντασία. Γράφουν ένα τραγούδάκι στο πόδι, γίνεται σουξέ και την άλλη μέρα γεμίζουν οι τσέπες τους λεφτά. Πάνε σε κέντρα και παίρνουν μεροκάματο που δεν παίρναμε εμείς σ΄ένα μήνα. Ο τραγουδιστής δεν πρέπει να τα βλέπει όλα με κέρδος, αν θέλει να δημιουργήσει........
Παρακάτω αναφέρονται μερικοί από τους μεγαλύτερους ρεμπέτες με τους οποίους συνεργάστηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης:
· Μάρκος Βαμβακάρης.
Ο Μάρκος γεννήθηκε στην Άνω Χώρα της Σύρου στις 10 Μαίου του 1905 από φτωχούς γονείς και ήλθε στον Πειραιά το 1917 όπου σταδιοδρόμησε στο ρεμπέτικο τραγούδι. Πέθανε στtς 8 Φεβρουαρίου το 1972. Μπουζούκι άρχισε να παίζει το 1925 όταν έκανε τη θητεία του. Με τα τραγούδια του που ξεπερνούν τα 250, τραγουδισμένα από τον ίδιο κυρίως με δικούς του στίχους έχουν το δικό του ιδιόμορφο ύφος. Τα πρώτα του 30 τραγούδια από το 1932 ως το 1934 όπου παίζει ο ίδιος και μέσα από αυτά φαίνεται το ιδιόμορφο αυτό ύφος του Μάρκου που ουσιαστικά φεύγοντας από τη ζωή αυτός ο καταπληκτικός εκτελεστής συνθέτης και στιχουργός έφυγε κι αυτό που ο ίδιος δημιούργησε: Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ. Ο Τσιτσάνης για το Μάρκο: Φωνή κατ' εξοχήν ρεμπέτικη ο Μάρκος. Η βραχνάδα της φωνής του Μάρκου ήταν ιδανική για το τραγούδι αυτό και μόνο. Δεν είχε εκτάσεις η φωνή του, δεν ήτανε δημιουργικός στην ερμηνεία γι' αυτό δεν μπορούσε να τραγουδήσει αργό ρυθμό ο Μάρκος. Ο Μάρκος "ντουέτο" με τη Σοφία Καρίβαλη πρωτοτραyούδησε το τραγούδι του Τσιτσάνη "ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΠΕΡΝΩ" ODEON GA-7005.
· Γιάννης Παπαϊωάννου
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Κίο της Μ. Ασίας στις 31-1913 και σκοτώθηκε με το αυτοκίνητό του σε ατύχημα στο Πέραμα στις 3-8-1972. Ο μεγάλος αυτός συνθέτης από τους θεμελιωτές του κλασσικού μας λαϊκού τραγουδιού άφησε την τελευταία του πνοή ένα πρωινό του Αυγούστου όταν μετά την δουλειά του πήγαινε να ψαρέψει στην Σαλαμίνα. Κουμπάρος, φίλος και συνεργάτης για πολλά χρόνια με τον Τσιτσάνη ο οποίος στη μνήμη του έγραψε ένα ζεϊμπέκικο σε δρόμο μινόρε αρμονική με τίτλο "ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ" COLUMBIA SCDG4117 που τραγουδά η Πόλη Πάνου. Γνήσιος και κάθετος συνθέτης (έγραφε, συνέθετε, έπαιζε, τραγουδούσε) ο Παπαϊωάννου στα 33 χρόνια της θητείας του άφησε πάρα πολλά τραγούδια με πρώτο την περίφημη "ΦΑΛΗΡΙΩΤΙΣΣΑ" PARLOPHON Β- 21916.
· Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1922 στο Περιστέρι της Καρύστου. Από μικρός άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι. Όταν πήγε στρατιώτης το 1947 τον άκουσε η Βασίλισσα Φρειδερίκη γοητεύτηκε και του χάρισε ως δώρο ένα μπουζούκι. Όταν απολύθηκε έκανε δικό του συγκρότημα και πρωτόπαιξε στο κέντρο "ΖΟΥΓΚΛΑ" το δε πρώτο του τραγούδι είναι το "ΚΑΝΤΗΛΙ ΤΡΕΜΟΣΒΗΝΕΙ" PARLOPHONE Β-74173 σε στίχους Χαρ. Βασιλειάδη. Έχει συνθέσει πάνω από 150 τραγούδια. Το 1953 φέρνει απ'ο την Πάτρα την Πόλυ Πάνου που ήταν τότε ένα κοριτσάκι 13 ετών και την αναδεικνύει. Το πρώτο τραγούδι που του έδωσε o Τσιτσάνης είναι το "Μ' ΕΒΑΛΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑ" HMV ΑΟ-5350. Από τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι ο Μπιθικώτσης είχε το δικό του τρόπο ερμηνείας, συνεργάσθηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες και εμφανίσθηκε στα κοσμικότερα κέντρα των Αθηνών.
· Σωτηρία Μπέλλου
Η Μπέλλου γεννήθηκε στα Χάλια Ευβοίας και από μικρή άρχισε να μαθαίνει κιθάρα. 'Ήταν πολύ ζωηρή γι' αυτό οι γονείς της την πάντρεψαν μικρή αλλά γρήγορα ο γάμος διαλύθηκε. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος λογομάχησε με τον πατέρα της και τον Οκτώβριο του 1940 έφυγε για την Αθήνα λέγοντάς του "Φεύγω αλλά κάποια μέρα θα γυρίσω μεγάλη και τρανή". Η κήρυξη πολέμου την βρήκε στην Αθήνα να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και με τα λίγα χρήματα που έβγαλε αγόρασε μια κιθάρα και άρχισε να παίζει στα ταβερνάκια. Σε ένα ταβερνάκι στα Εξάρχεια που έπαιζε μόνιμα, γνωρίστηκε με τον δημοσιογράφο Καπετανάκη που στη συνέχεια την συνέστησε στον Βασίλη Τσιτσάνη ο οποίος διέκρινε την αξία της και της έδωσε το πρώτο της τραγούδι "ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΤΟ ΠΑΙΔΙ" HMV ΑΟ-2774. Το 1948 ήταν η χρονιά που κυριαρχεί το ρεμπέτικο τραγούδι, που ανέβηκε στο πάλκο του Τζίμη του Χονδρού δίπλα στον Βασίλη Τσιτσάνη και η ευκαιρία που της έδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις να εμφανιστεί δίπλα στο Μάρκο Βαμβακάρη στη συναυλία που έγινε στο Θέατρο Μουσούρη,που πραγματικά αποθεώθηκε. Μετά την πτώση που είχε στα τέλη της δεκαετίας του '50, είχε την τύχη να γνωρίσει τον Πατσιφά διευθυντή της ΛΥΡΑΣ στο κέντρο "ΝΗΣΟΣ ΥΔΡΑ" όπου τραγουδούσε το 1963 με αποτέλεσμα να γνωρίσει μια δεύτερη μεγαλειώδη καριέρα.
Βασίλης Γκάμας
Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Σχολή Θετικών Επιστημών
Περιοδικό των Φοιτητών «Χώρος ΖΗΝ»Συγγραφείς:
Συνδεθείτε για να απαντήσετε.